Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Να αναζητήσετε τους βασικούς παράγοντες - πολιτικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς - που συνέβαλαν στη μεταβολή των συνόρων στην/ της ΕΕ από τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι σήμερα.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΟΥ ΕΠΟ 33 2010-2011

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η γέννηση της ευρωπαϊκής ιδέας «γεννήθηκε» πριν από περίπου 2 αιώνες, και ουσιαστικά μετουσιώθηκε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως ο «αντίλογος» του ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος του εθνικισμού.
Με την λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη καλείται να ανασυνταχθεί. Νικητές και ηττημένοι δεν βγήκαν αλώβητοι από τον Πόλεμο αφού οι εχθροπραξίες και οι βομβαρδισμοί, τόσο στις χώρες που αποτέλεσαν τις Συμμαχικές Δυνάμεις όσο και σε αυτές του Άξονα, είχαν καταστρέψει υποδομές, είχαν αποδιοργανώσει την οικονομική παραγωγή και είχαν αποδεκατίσει την βιομηχανία. Αλλά και κοινωνικοί και πολιτικοί λόγοι έδιναν έρισμα στους υποστηρικτές της Ενωμένης Ευρώπης προκειμένου να γίνουν τα πρώτα βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ωστόσο, για να καταφέρει η Ευρώπη να ενωθεί, έπρεπε πρώτα να… χωριστεί σε δύο μπλοκ: το Δυτικό και το Ανατολικό με το «σιδηρούν παραπέτασμα».
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να αναδείξουμε τους βασικούς πολιτικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες, οι οποίοι συνέβαλαν στην ανέγερση του οικοδομήματος και καθόρισαν τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 χωρών – μελών, ξεκινώντας την αναζήτησή μας από την δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι τον 21ο αιώνα.


Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα τις δεκαετίες ’50-’60
Στην αυγή της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, οι Ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν τους τρόπους για να επιτυγχάνουν αμοιβαία συνεννόηση σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα και επί ίσοις όροις συνεργασία μέσα σε ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο. Όλα αυτά υπό το πρίσμα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών.
Ωστόσο, διαφορετικές πολιτικές και συμφέροντα (προσέγγιση Βρετανίας – ΗΠΑ, πρόταση Τσώρτσιλ το 1946 για δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο κλπ.) δεν δίνουν σαφή εικόνα για το «όραμα» των ευρωπαίων ηγετών αναφορικά με την ενοποίηση και την δημιουργία του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου.
Το Μάιο του 1950, η διακήρυξη Schuman για την δημιουργία μιας οργανωμένης Ευρώπης, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των λαών της οδήγησε στην ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητάς Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Η ΕΚΑΧ έγινε πραγματικότητα με τη συνθήκη του Παρισιού στις 18 Απριλίου 1951 «γεννώντας» μια κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα μεταξύ των έξι ιδρυτικών κρατών (Βέλγιο, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο και Κάτω Χώρες).
Βασικός σκοπός της διακήρυξης Schuman η διατήρηση της ειρήνης και μακροπρόθεσμο «όχημα» για να επιτευχθεί αυτή, η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η οποία δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς την γαλλογερμανική συμφιλίωση (Λάβδας, 2002: 59).
Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, η ανάπτυξη της συμμάχου Δυτικής Γερμανίας παρέμεινε κομβικό ζήτημα, αφού η χώρα διέθετε ισχυρή βαριά βιομηχανία και τεράστιες παραγωγικές δυνατότητές στους τομείς του άνθρακα, του σιδήρου και του χάλυβα, δύο «κλειδιά» για την ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας. Ζήτημα που δεν ήταν πια μόνο οικονομικό, αλλά και πολιτικό. 
Όπως αναφέρει ο Κ. Λάβδας (2002: 61): «Η ΕΚΑΧ βασιζόταν στην οικονομική συνεργασία (…) και χωρίς να ξεκινά από καθαρά πολιτικό πεδίο, έκανε τεράστια άλματα οικονομικής συνεργασίας και ολοκλήρωσης, τα οποία, στη συνέχεια, είχαν σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις και προεκτάσεις».
Ωστόσο, σε πολιτικό επίπεδο οι ευρωπαϊκές χώρες δεν καταφέρνουν να βρουν κοινή συνιστώσα στην ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία την δεκαετία του ’50 (Λάβδας, 2002: 66) και εντέλει «συνασπίζονται» υπό το ΝΑΤΟ για το ενδεχόμενο αναβίωσης του γερμανικού κινδύνου και την νέα «απειλή» της ΕΣΣΔ και του κομμουνισμού (Μαντά Δ -Σακελλαρόπουλος Σ., 2005: 5).
Στις 25 Μαρτίου 1957 με τη Συνθήκη της Ρώμης, τα έξι κράτη - μέλη της ΕΚΑΧ αποφάσισαν να οικοδομήσουν μια Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) που θα είχε ως βάση μια ευρύτερη κοινή αγορά, καλύπτοντας ένα μεγάλο φάσμα αγαθών και υπηρεσιών.
Τα πρώτα «οικονομικά σύνορα» καταλύονται την 1η Ιουλίου 1968 με την κατάργηση των μεταξύ τους δασμών, εφαρμόζοντας παράλληλα κοινές πολιτικές, ιδίως στους εμπορικούς και γεωργικούς τομείς. Με εφαλτήριο τα οικονομικά κίνητρα, οι συζητήσεις για την πολιτική και κοινωνική ενοποίηση της Ευρώπης ενισχύονται, εκπορευόμενες και από το κύμα των Ευρωπαίων πολιτών για πιο κοινωνικό κράτος, ενίσχυση της παιδείας και των δικαιωμάτων των ατόμων, με αποκορύφωμα τον Μάη του ’68.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1969 στη σύνοδο κορυφής της Χάγης οι πολιτικοί ηγέτες της ΕΟΚ αποφασίζουν να προωθήσουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ανοίγοντας το δρόμο για την πρώτη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συζητώντας παράλληλα και την νομισματική ένωση.
Ωστόσο, σαφής πολιτική και εικόνα για τα σύνορα της Ευρώπης δεν υπάρχουν. Σύμφωνα με την Λεοντίδου (2004: 11) «ασάφειες του παρελθόντος, ιδίως αυτές που αφορούν τον κατακερματισμό της Μεσογείου και τα όρια της Ευρώπης σχετικά με την Ανατολή, μας ακολούθησαν στα μέσα του εικοστού αιώνα, όταν ο De Gaulle αναφέρεται σε μια Ευρώπη «από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια», υπαινίχθηκε ότι η κατάτμηση της Ρωσίας σε δύο μέρη».

Οι πρώτες διευρύνσεις και η ανατροπή του ‘89
Η πρώτη διεύρυνση, με την οποία τα μέλη της Κοινότητας αυξήθηκαν από έξι σε εννέα, πραγματοποιήθηκε το 1973, με την ένταξη Δανίας, Ιρλανδίας και Βρετανίας.
Η παγκόσμια οικονομική ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αποτέλεσμα και των δύο πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και 1979, και ο δισταγμός κάποιων μελών της ΕΟΚ να εγκαταλείψουν το εθνικό τους νόμισμα, μετέθεσε χρονικά τις αποφάσεις για την υιοθέτηση μιας κοινής νομισματικής μονάδας και δημιούργησε ένα ευρύτερο κλίμα «ευρωσκεπτικισμού».
Το 1981, στην ΕΟΚ προσχώρησε η Ελλάδα και το 1986 ακολούθησαν η Ισπανία και η Πορτογαλία, «ανοίγοντας» ουσιαστικά τα ευρωπαϊκά σύνορα στο νότο.
Ένα από τα σημαντικότερα βήματα για να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των πολιτών στην ΕΕ έγινε το 1985 με την Συνθήκη του Σένγκεν, την οποία αρχικά σύνηψαν οι κυβερνήσεις του Βελγίου, της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Λουξεμβούργου και των Κάτω Χωρών.
Η συμφωνία προέβλεπε την κατάργηση όλων των ελέγχων προσώπων, ανεξαρτήτως εθνικότητας, στα κοινά σύνορά τους, την εναρμόνιση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορά τους με κράτη μη μέλη της ΕΕ και την θέσπιση μιας κοινής πολιτικής για τη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου (βίζα). Με τον τρόπο αυτό δημιούργησαν ένα χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα υπό μία έννοια, που έγινε γνωστός ως χώρος Σένγκεν.
Η συμφωνία του Σένγκεν και το παράγωγο δίκαιο αποτέλεσαν στη συνέχεια αναπόσπαστο κομμάτι των ιδρυτικών Συνθηκών της ΕΕ και ο χώρος Σένγκεν σταδιακά επεκτάθηκε. Στο τέλος του 2007, όλα τα κράτη μέλη ανήκαν στον χώρο Σένγκεν, εκτός της Βουλγαρίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας, της Κύπρου και της Ρουμανίας.
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 άλλαξε άρδην την πολιτική διάρθρωση της Ευρώπης και επηρέασε καταλυτικά την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Σύμφωνα με τους Μαντά – Σακελλαρόπουλο (2005: 10)«θα χρειαστεί, όμως, να έλθει το τέλος της δεκαετίας του ’80 για να πέσουν τα παντός είδους «τείχη» μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, ώστε έννοιες όπως «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» ή «ευρωπαϊκή ενοποίηση» ν’ αποκτήσουν κυριολεκτικό και ουσιαστικό περιεχόμενο».
Η επανένωση της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η αποκατάσταση της Δημοκρατίας στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, δημιούργησαν νέα δεδομένα στον χάρτη της Γηραιάς Ηπείρου.

Η μετάβαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Μετά την πτώση του διπολισμού, δεν καταργήθηκαν οι έννοιες των κρατικών ορίων και σύμφωνα με την Λεοντίδου, επανήλθε στο προσκήνιο το ζήτημα των συνόρων και των διασυνοριακών σχέσεων. «Η νοητική σημασία του συνόρου παραμένει: το σύνορο είναι ακόμη ένα είδος ορίου γύρω από στοιχεία της εθνικής κουλτούρας, που διαχωρίζει ή ιεραρχεί τη διαφορετικότητα των πολιτισμών.
Στην ΕΟΚ τα 12 κράτη - μέλη διαπραγματεύονταν τη νέα Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάαστριχτ το Δεκέμβριο του 1991. Η Συνθήκη αυτή τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Νοεμβρίου 1993. Προσθέτοντας νέους τομείς διακυβερνητικής συνεργασίας στο υφιστάμενο κοινοτικό σύστημα, η Συνθήκη δημιούργησε την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Η ΕΕ επιδίωξε άμεσα να προσεγγίσει τις πρώην Ανατολικές χώρες. Από τη μια πρόβαλε το όραμα μιας ισχυρής Ευρώπης με δυναμική εσωτερική αγορά και αναβαθμισμένη ανταγωνιστικότητα σε ένα ολοένα και περισσότερο διεθνοποιημένο κόσμο.
Από την άλλη ελλόχευε ο κίνδυνος της πλήρους κατάρρευσης των πρώην σοσιαλιστικών κρατών-«γεγονός που θα εξάλειφε τις προσδοκίες των ευρωπαίων επιχειρηματιών για επέκταση των δραστηριοτήτων τους στο χώρο της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και θα οδηγούσε στη δημιουργία τεράστιων μεταναστευτικών ρευμάτων στο χώρο της ΕΟΚ/ ΕΕ με πολλά αρνητικά συνεπακόλουθα» (Μαντά- Σακελλαρόπουλος-Κωνσταντινίδης, 2005: 2).
Και δεν άργησε να συμβεί, αφού στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ (Βουλγαρία, Τσεχική Δημοκρατία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία και Σλοβακία), οι τρεις χώρες της Βαλτικής που ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), μία εκ των δημοκρατιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας (Σλοβενία) και δύο χώρες της Μεσογείου (Κύπρος και Μάλτα) άρχισαν να χτυπούν την «πόρτα» της ΕΕ. Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις για τα νέα υποψήφια κράτη – μέλη άρχισαν το Δεκέμβριο του 1997.
Ωστόσο, η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν μπορούσε να «απαντήσει» στις ανάγκες διεύρυνσης της ΕΕ, αφού μετά το 1989 η βασική στρατηγική της ήταν η μεγαλύτερη δυνατή εξάπλωσή της στο σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου (Μαντά -Σακελλαρόπουλος, 2005: 2).
Οι νέες χώρες που δημιουργήθηκαν από την πτώση του υπαρκτού Σοσιαλισμού δημιουργούσαν μια νέα τεράστια οικονομική αγορά και ένα τεράστιο νέο πεδίο άσκησης πολιτικής και επηρεασμού από την Ευρώπη. Όμως, η πραγματοποιηθείσα ένταξη Φινλανδίας, Αυστρίας, Σουηδίας καθώς και, σε σύντομο διάστημα, αυτή των ανατολικών χωρών θα δημιουργούσε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα η οποία είχε ανάγκη από τη θέσπιση μιας δομής που να αντιστοιχεί στις ανάγκες συνύπαρξης 25 ή ακόμα και 30 μελών.
Παράλληλα, υπήρχε μια αρνητική διάθεση ενός σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης με ενστάσεις για τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ και την ανάπτυξη της θεωρίας του «δημοκρατικού ελλείμματος», αφού οι Ευρωπαίοι πολίτες αμφισβητούσαν το δικαίωμα των οργάνων της ΕΕ και των εθνικών κυβερνήσεων να προχωρούν στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων χωρίς την απαραίτητη έγκριση ιδίων.
Την επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης του Μάαστριχτ επέβαλλε και μια σειρά άλλων παραγόντων όπως η οικονομική στασιμότητα, η άνοδος της ανεργίας, οι συναλλαγματικές κρίσεις της περιόδου ‘92-’93 κλπ. (Μαντά -Σακελλαρόπουλος, 2005: 3).
Οι Ευρωπαίοι ήταν πλέον αντιμέτωποι με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ενώ μια σειρά κοινωνικών ζητημάτων όπως η καταπολέμηση της εγκληματικότητας, το πρόβλημα της τρομοκρατίας και οι οικολογικές ανισορροπίες, «πίεζαν» την ΕΕ για κοινά αποδεκτές πολιτικές.
Τις απαντήσεις αυτές ήρθε να δώσει η Συνθήκη του Άμστερνταμ, που υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1997. Είναι το πρώτο καταστατικό κείμενο που αναγνωρίζει την έννοια των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. (Λεοντίδου, 2008:17) «Η σπουδαιότερη από τις θεσμικές ρυθμίσεις ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού χώρου και ιεραρχήσεων των συνόρων στην ΕΕ ήταν ο χώρος της ΟΝΕ και η κυκλοφορία του ευρώ», αναφέρει η Λεοντίδου (2008:17).
Το ευρώ άρχισε να χρησιμοποιείται στις οικονομικές συναλλαγές (πλην των μετρητών) το 1999, ενώ χαρτονομίσματα και κέρματα κυκλοφόρησαν τρία χρόνια αργότερα στις 12 χώρες της Ευρωζώνης. Ουσιαστικά, δημιουργήθηκαν δύο «γεωγραφικές» περιοχές ενός της Ε.Ε. με γνώμονα το ενιαίο νόμισμα, οι χώρες μέλη της Ζώνης του Ευρώ, με συγκεκριμένοι δημοσιονομικούς κανόνες που θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου μια χώρα να ενταχθεί σε αυτή και οι χώρες μη μέλη της ΟΝΕ.

Στις αυγές του 21ου αιώνα
Η διεύρυνση της ΕΕ σε 25 κράτη μέλη έγινε την 1η Μαΐου 2004 όταν 10 από τις 12 υποψήφιες χώρες προσχώρησαν στην Ένωση. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία ακολούθησαν τον Ιανουάριο του 2007. Σήμερα στην ΕΕ των 27 χωρών, στην Ζώνη του Ευρώ βρίσκονται 15, μετά την προσχώρηση της Σλοβενίας (2007) και των Κύπρου – Μάλτας (2008).
Σαφή πολιτική θέση στο ζήτημα των συνόρων πήρε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι το 1999, θέτοντας ως ενταξιακή προϋπόθεση πως οι υποψήφιες χώρες θα πρέπει να συμμερίζονται τις αξίες και τους στόχους της ΕΕ, όπως αυτοί ορίζονται στις Συνθήκες, ενώ τις παρότρυνε να επιλύσουν τις συνοριακές διαφορές που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα.
Σύμφωνα με τους Σακελλαρόπουλο- Κωνσταντινίδη (2005: 4): «Η τελευταία προϋπόθεση τέθηκε δεδομένου ότι με την προσχώρηση τα εξωτερικά σύνορα των νέων μελών μετατρέπονταν σε εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε διαμάχη με γειτονικό προς την ΕΕ κράτος παίρνει τη μορφή διαμάχης με την ίδια την Ε.Ε.»
Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ προσπαθούσε να αποφύγει οποιονδήποτε μελλοντικό κίνδυνο ανάφλεξης εθνικιστικών προβλημάτων, έχοντας υπόψη της την εμπειρία του γιουγκοσλαβικού ζητήματος και τις κατηγορίες που δέχτηκε ότι δεν μπόρεσε να διαδραματίσει έναν κοινό – αποτρεπτικό του πολέμου-ρόλο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ύπαρξη της ΕΕ συνεπάγεται απεμπολισμό των εθνικών συνόρων για τις χώρες – μέλη της, με τις τάσεις να τείνουν προς το αντίθετο, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης όπως αυτή που διανύει τα τελευταία χρόνια ο πλανήτης και υπό την μάστιγα της ανεργίας, της οικονομικής μετανάστευσης κλπ.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ξεκινώντας με 6 μέλη τη δεκαετία του 1950 και φθάνοντας τα 27 το 2007, η Ευρωπαϊκή Ένωση απλώνεται στα τέσσερα σημεία της ηπείρου, από τον Ατλαντικό έως τη Μαύρη θάλασσα, επανασυνδέοντας την Δυτική με την πρώην Ανατολική Ευρώπη μετά το τέλος του «Ψυχρού Πολέμου» και της πτώσης του Τείχους το 1989.
Τα «σύνορά» της άνοιξαν πρώτα σε οικονομικό επίπεδο, με την άρση των δασμών για τα πρώτα ιδρυτικά κράτη – μέλη της τότε ΕΟΚ, ακολούθησε η ελεύθερη διακίνηση πολιτών εντός των χωρών της Συνθήκης Σένγκεν και με κάθε διεύρυνση και προσθήκη μιας νέας χώρας, η ακτίνα επιρροής της επεκτεινόταν.
Εντούτοις μόλις το 1999 τέθηκαν επί τάπητος συνοριακά ζητήματα, υιοθετώντας την πολιτική ότι τα εξωτερικά σύνορα κάθε χώρας είναι και σύνορα της ΕΕ, ενώ η δημιουργία της ΟΝΕ «γέννησε» ένα δεύτερο νομισματικό σύνορο εντός του κόλπου της ΕΕ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Χριστοδουλίδης Θ, 2010, Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Η ιστορική διάσταση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος 1923-2004, Αθήνα, Ι. Σιδέρης

Λ. Λεοντίδου, 2008 στο Λ. Λεοντίδου, Σ. Σακελλαρόπουλος, Σ. Κωνσταντίδης, Χ. Φραγκονικολόπουλος, Ν. Μαραβέγιας,Η. Κουρλιούρος, Χ. Τσαρδανίδης, 2008, Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 2000, Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα, ΕΑΠ

Λάβδας Κ, 2002, Ευρωπαϊκά Ιδεολογικά Ρεύματα κατά το β΄ μισό του 20ου Αιώνα και τη Μετα-Σοβιετική Περίοδο – Δημιουργία και Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Εγχειρίδιο Μελέτης τ.Β., Πάτρα, ΕΑΠ

Μαντά Δ -Σακελλαρόπουλος Σ., 2005, Η θεσμική διαίρεση μέχρι το 1989, Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό,Πάτρα, ΕΑΠ

Μαντά Δ-Σακελλαρόπουλος Σ., 2005, Φάσεις της ενοποιητικής Διαδικασίας, Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό,Πάτρα, ΕΑΠ

Μαντά Δ - Σακελλαρόπουλος Σ -Κωνσταντινίδης Σ., 2005, Η πρόσφατη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό, Πάτρα, ΕΑΠ

Λεοντίδου Λ., 2005, άρθρο The boundaries of Europe, ΕΔΥ, Πάτρα, ΕΑΠ

Λεοντίδου Λ., 2005, Σύνορα και παραμεθόριες περιοχές στη νέα χιλιετία, ΕΔΥ, Πάτρα, ΕΑΠ


ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
Η ΕΕ με μια ματιά – Η Ευρώπη σε 12 μαθήματα http://europa.eu/abc/12lessons/lesson_2/index_el.htm







Δεν υπάρχουν σχόλια: