Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

25+1 σημαντικά πράγματα που με δίδαξε η μαμά μου

1. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ
'Αν πρόκειται να σκοτωθείτε με τον αδερφό σου, πηγαίνετε έξω. Μόλις τελείωσα το σφουγγάρισμα.'
2. ΠΡΟΣΕΥΧΗ
'Κάνε την προσευχή σου να βγει ο λεκές από το χαλί.'
3. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΤΑΞΕΙΔΙΑ
'Αν την άλλη Πέμπτη που θα πάω στο σχολείο σου για το τρίμηνο, δεν έχεις καλούς βαθμούς, καλύτερα να έχεις φύγει από το σπίτι πριν γυρίσω.'
4. ΛΟΓΙΚΗ
'Δεν έχει γιατί. Γιατί έτσι είπα εγώ.'
5. ΤΕΤΡΑΓΩΝΗ ΛΟΓΙΚΗ
'Αν πέσεις και ματώσεις τα γόνατά σου, θα φας το ξύλο της χρονιάς σου γιατί θα έχεις σκίσει και το παντελόνι σου.'
6. ΠΡΟΝΟΗΤΙΚΟΤΗΤΑ
'Aλλαξε βρακί, ρε παιδάκι μου. Αν χτυπήσεις και σε πάνε στο νοσοκομείο τι θα πουν οι γιατροί;'
7. ΕΙΡΩΝΕΙΑ
'Σταμάτα να κλαις δίχως λόγο, γιατί θα σε κάνω να κλάψεις με λόγο.'
8. ΕΥΛΥΓΙΣΙΑ
'Ωραίο πλύσιμο έκανες! Δεν βλέπεις τον σβέρκο σου που είναι μαύρος;'
9. ΩΣΜΩΣΗ
'Κλείσε το στόμα σου και φάε το φαΐ σου.'
10. ΑΝΤΟΧΗ
'Δεν θα σηκωθείς από το τραπέζι αν δεν τελειώσεις τα ρεβίθια σου.'
11. ΚΑΙΡΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
'Το δωμάτιό σου είναι σαν να το χτύπησε τυφώνας.'
12. ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ
'Ό,τι σου λέω εγώ σου φαίνεται παράλογο. Εσύ τα ξέρεις όλα κι εγώ είμαι παράλογη, έτσι;'
13. ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ
'Συνέχισε την γκρίνια και θα δεις! Εγώ σε γέννησα, εγώ σε θα σε σκοτώσω.'
14. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
'Πού τάμαθες αυτά, ρε παιδάκι μου; Γιατί δεν βλέπεις τον αδερφό σου; Έτσι κάνει;'
15. ΖΗΛΕΙΑ
'Εγώ στην ηλικία σου δεν είχα παπούτσια να φορέσω. Χιλιάδες παιδάκια σήμερα γυρνάνε ξυπόλητα. Μην είσαι αχάριστος.'
16. ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
'Περίμενε να πάμε σπίτι και θα δεις.'
17. ΥΠΟΜΟΝΗ
'Θα το ανοίξουμε όταν πάμε σπίτι.'
18. ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΗ
'Σταμάτα να αλληθωρίζεις γιατί στο τέλος θα μείνεις αλλήθωρος.'
19. ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ
'Βάλε το πουλόβερ σου. Κάνει κρύο και δεν το καταλαβαίνεις.'
20. ΧΙΟΥΜΟΡ
'Αν κοπείς με το μαχαίρι μην έρθεις κλαίγοντας σε μένα, γιατί θα τις φας από πάνω.'
21. ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
'Αν δεν φας όλο το φαΐ σου δεν θα μεγαλώσεις.'
22. ΓΕΝΕΤΙΚΗ
'Όλα τα χούγια του πατέρα σου πήρες.'
23. ΚΑΤΑΓΩΓΗ
'Όταν σου δίνουν κάτι να λες ευχαριστώ. Μην είσαι βλάχος.'
24. ΣΟΦΙΑ
'Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις.'
25. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
'Θα κάνεις και συ παιδιά μια μέρα. Μακάρι να σου κάνουν ότι κάνεις εσύ σε μένα.'


+1 ΑΜΕΤΡΟΕΠΕΙΑ
(αμέσως μετά τον γάμο:) 'Αντε, κάντε κι ένα παιδάκι τώρα. Εγώ είμαι εδώ, εγώ θα το μεγαλώσω.'
(ένα-δυο χρόνια αργότερα:) 'Όποιος έχει παιδί κάθεται στο σπίτι του και το μεγαλώνει. Αρκετά! Εγώ τα δικά μου τα μεγάλωσα.'

ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΣ

Μετά από έρευνα που διενήργησε εταιρεία ερευνών, διαπιστώθηκε πως στην εταιρεία μας οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν μεταξύ τους ένα λεξιλόγιο κάπως ανάρμοστο και πολλές φορές γεμάτο ύβρεις. Επιθυμώντας η εταιρεία μας να διατηρήσει την πιστοποίηση ποιότητας ISO 9002 λήφθηκε η απόφαση πως τέτοιες συμπεριφορές δε θα γίνονται εφεξής αποδεκτές. Θέλοντας να συμβάλλουμε στην ομαλότερη μετάβαση σε ένα επίπεδο επικοινωνίας πιο εκλεπτυσμένο δημιουργήθηκε η παρακάτω λίστα περιπτώσεων με τις προτεινόμενες αλλαγές:

Να γίνεται χρήση: Σοβαρά; Απίστευτο! Εντυπωσιακό!
Αντί: Πω, πω κουφάθηκα ρε πούστη!

Να γίνεται χρήση: Αυτή τη στιγμή είμαι απασχολημένος
Αντί: Μήπως να σου πάρω και καμία πίπα;

Να γίνεται χρήση: Δε με απασχολεί ιδιαίτερα το συγκεκριμένο ζήτημα
Αντί: Στ’ αρχίδια μου!

Να γίνεται χρήση: Μου αρέσουν οι προκλήσεις
Αντί: Γαμώ την τύχη μου! Κι άλλη στραβή!

Να γίνεται χρήση: Δεν είχα σχέση με το συγκεκριμένο εγχείρημα
Αντί: Τι στο διάολο έχω να κάνω εγώ με αυτή την παπαριά!

Να γίνεται χρήση: Θα είναι δύσκολο να συντονίσουμε τις ενέργειές μας
Αντί: Να πάει να γαμηθεί και να το κάνει μόνος του ο καριόλης!

Να γίνεται χρήση: Ναι, οπωσδήποτε σήμερα θα μπορέσω να δουλέψω μερικές ώρες παραπάνω
Αντι: Ωραία! Και κερατάς και δαρμένος!

Να γίνεται χρήση: Δε γνωρίζει ο συνάδελφος το συγκεκριμένο πρόβλημα
Αντί: Είναι εντελώς μαλάκας!

Να γίνεται χρήση: Με συγχωρείτε
Αντί: ΕΕ! Εσύ

Να γίνεται χρήση: Ο προϊστάμενος δεν έμεινε ιδιαίτερα ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα
Αντί: Είστε όλοι άχρηστοι!

Να γίνεται χρήση: Λυπάμαι αλλά δε μπορώ να σε εξυπηρετήσω
Αντί: Δε γαμιέσαι λέω γω!

Να γίνεται χρήση: Επιτέλους αναγνωρίστηκαν οι προσπάθειές της
Αντί: Τι; Πήρε προαγωγή; Αναρωτιέμαι πόσους από το διοικητικό συμβούλιο έχει τσιμπουκώσει...

Να γίνεται χρήση: Μήπως θυμάσαι που τοποθέτησες τα έγγραφα που σου έδωσα;
Αντί: Τι τα έκανες τα κωλόχαρτα;

Να γίνεται χρήση: Νομίζω πως η πρότασή σου είναι ανεφάρμοστη
Αντί: Καλά, σκατά έχεις στο μυαλό σου;

Να γίνεται χρήση: Το νέο αίτημα του για αύξηση απορρίφθηκε
Αντί: Πάλι τα αρχίδια μου πήρε!

Να γίνεται χρήση: Πρέπει να συσπειρωθούμε όλοι οι συνάδελφοι
Αντί: Πάμε παιδιά! Όλοι μαζί να τους γαμήσουμε τους κωλοκαπιτάλες!

Να γίνεται χρήση: Δεν υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω ανέλιξη
Αντί: Θα ψοφήσεις και θα είσαι ακόμα κλητήρας!

Να γίνεται χρήση: Το φωτοτυπικό έχει τεθεί εκτός λειτουργίας
Αντί: Πάλι χάλασε η μπαγκατέλα

Να γίνεται χρήση: Οι συνθήκες εργασίας δεν είναι οι ιδανικότερες
Αντί: Μπουρδέλο έχουμε καταντήσαμε

Να γίνεται χρήση: Νομίζω πως ο προϊστάμενος είναι σήμερα σε καλή διάθεση
Αντί: Είναι ακόμα τύφλα από χθες

Να γίνεται χρήση: Πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειές σας
Αντί: Σκουλήκια! Θα δουλέψετε μέχρι να λιώσετε!

Να γίνεται χρήση: Καλημέρα κύριε Διευθυντά!
Αντί: Καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυο


ΕΠΟ 31-ΕΡΓΑΣΙΑ 3η- ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2006-2007

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΡΟΔΟΠΗ ΧΑΪΚΟΥ (ΑΜΦ 28236)

Θ.Ε.: ΕΠΟ 31

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 3Η

ΜΑΡΤΙΟΣ 2007


ΘΕΜΑ: «O ‘φυσικός νόμος’ αποτελεί την κεντρική έννοια της νεότερης επιστήμης: Πώς ο ορθολογισμός (νοησιαρχία) και ο εμπειρισμός αντίστοιχα, πραγματεύονται την έννοια αυτή;».

ΣΥΝΟΛΟ ΛΕΞΕΩΝ: 2.560 λ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή 2

2. Τα νέα δεδομένα που εισήγαγε η Επιστημονική Επανάσταση 3

3. Εμπειρισμός 4-5

4. Ορθολογισμός 6-7

5. Ο «φυσικός νόμος» στα δύο φιλοσοφικά ρεύματα 8-9

6.Επίλογος 10

Βιβλιογραφία 11


1. Εισαγωγή

Από τον 17ο αιώνα και μετά η φιλοσοφία χάνει την πρωτοκαθεδρία της και παρακολουθεί την επιστήμη προσπαθώντας να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία του λογικού.

Οι δύο εναλλακτικές θεωρήσεις που αναπτύσσονται την περίοδο που θα εξετάσουμε είναι ο ορθολογισμός, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ του ότι η επιστημονική αλήθεια προέρχεται από τη χρήση λογικής απαγωγής και ο εμπειρισμός που υποστηρίζει ότι η επιστημονική αλήθεια είναι η επαγωγική γενίκευση επί εμπειρικών δεδομένων. Με την παρούσα εργασία έχουμε σκοπό να εξηγήσουμε πώς οι δύο αντίπαλες θεωρήσεις πραγματεύονται τον «φυσικό νόμο» και με ποιους τρόπους αναζητούν και βρίσκουν την αλήθεια σε μια σειρά ζητημάτων για την θέση και την λειτουργία του κόσμου.

2. Τα νέα δεδομένα που εισήγαγε η Επιστημονική Επανάσταση

Οι προοδευτικές δυνάμεις του 17ου αιώνα συνειδητοποίησαν ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα έσφαλαν όταν αντιμετώπιζαν τα έργα της αρχαιότητας και κυρίως του Αριστοτέλη, όπως επίσης και τη Βίβλο, ως τις πηγές της επιστημονικής γνώσης[1].

Η επιστήμη που θεμελιώνεται τον 17ο αιώνα χαρακτηρίζεται από την στροφή που κάνει προς την συστηματική ενασχόληση με την εμπειρία. Η επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη κατανοεί πλέον τη φυσική αιτιότητα διαφορετικά (απόρριψη της αριστοτελικής τελεολογίας), με τη φύση να λειτουργεί ως μηχανικό σύστημα[2].

Οι Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του Νεύτωνα χαρακτηρίζονται ως το πλέον κοσμοϊστορικό επίτευγμα της νεότερης επιστημονικής σκέψης. Στο έργο αυτό οι ανακαλύψεις των Κοπέρνικου, Κέπλερ και Γαλιλαίου ενσωματώνονται σε μια γενική θεώρηση της φύσης. Το νευτώνιο σύμπαν είναι μια μηχανή ασύλληπτου μεγέθους, της οποίας η λειτουργία κανονίζεται από μερικούς απλούς αιτιακούς νόμους. Η επιστημονική μέθοδος διεκδικεί απόλυτο κύρος και έχει κανονιστικό χαρακτήρα για τη λειτουργία του νου σε όλα τα πεδία του επιστητού. Ο Νεύτωνας επιζητούσε να τοποθετήσει τη φιλοσοφία σε μια πιο φυσιοκεντρική βάση, να κυρώσει τη φυσική εμπειρία ως μοναδικό θεμέλιο και αναφορά της γνώσης[3].

Ο Καντ με τη Γενική φυσική ιστορία και θεωρία των ουρανών, το 1755, διατυπώνει για πρώτη φορά την υπόθεση σχετικά με την καταγωγή του σημερινού σύμπαντος από ένα πρωτογενές νεφέλωμα αδιαμόρφωτης κοσμικής ύλης. Η θεμελιακή «αστάθεια του χάους» είναι η καθοδηγητική ενόραση της φυσικής φιλοσοφίας του Καντ.

Με αυτά τα δεδομένα, η φιλοσοφία παρακολουθεί την επιστήμη κατά τη διαδικασία παραγωγής αντικειμενικής αλήθειας και προσπαθεί να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ανθρώπινο λογικό. Η φιλοσοφία μετατρέπεται σε επιστημολογία, καθώς στρέφεται προς το υποκείμενο της γνώσης[4].

3. Εμπειρισμός

Για τους εμπειριστές η βασική ανθρώπινη γνώση πηγάζει από την εμπειρία και τις αισθήσεις και ταυτίζεται με τη συστηματική παρατήρηση. Το πλατωνικό και καρτεσιανό δόγμα περί «έμφυτων ιδεών» απορρίπτεται.

Η συλλογή μιας επαρκούς βάσης εμπειρικών δεδομένων καθιστά δυνατή τη θεωρητική γενίκευση, που μας δίνει την αλήθεια για τη φυσική πραγματικότητα.

Τη νέα επιστημονική εποχή εγκαινίασε ο Φράνσις Μπέικον με το ιδεώδες της εμπειρικής επαγωγής. Η μέθοδος αυτή χτίζει το γενικό (την αιτιακή εξήγηση μιας ολόκληρης κατηγορίας φαινομένων) πάνω σε ένα υπόβαθρο συγκεκριμένων και επιμέρους παρατηρήσεων[5].

Σύμφωνα με τον απλοϊκό επαγωγιστή, η επιστήμη αρχίζει με την παρατήρηση. Ο μοναδικός άμεσος τρόπος με τον οποίο μπορούν να προκύψουν τεκμηριωμένες και αποδεδειγμένα αληθείς αποφάνσεις για την κατάσταση του κόσμου ή τμήματός του είναι η χρησιμοποίηση από κάποιον απροκατάληπτο παρατηρητή, των αισθήσεών του. Οι παρατηρησιακές αποφάνσεις αποτελούν έτσι τη βάση από την οποία οφείλουν να συναχθούν οι νόμοι και οι θεωρίες που συνιστούν την επιστημονική γνώση[6].

Ο Μπέικον δεχόταν ως μια ηθική επιταγή το ότι ο άνθρωπος όφειλε να ανακτήσει την κυριαρχία του πάνω στη φύση, την οποία είχε χάσει μετά το προπατορικό αμάρτημα και την πτώση του από τον Παράδεισο. Τόνιζε με έμφαση ότι οι άνθρωποι οφείλουν να ελέγχουν και να αναδιατάσσουν τις δυνάμεις της φύσης, ώστε να βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής των συνανθρώπων τους[7]. Σύμφωνα με τον Μπέικον ο πραγματικός στόχος της διανοητικής δραστηριότητας του ανθρώπου δεν είναι η περίτεχνη διαπλοκή λέξεων, αλλά ο έλεγχος πάνω στη φύση. Η αντίληψή του αυτή συνοψίζεται στην πιο διάσημη ρήση του «Η γνώση είναι δύναμη». Η έμφαση του Μπέικον στις πρακτικές εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης βρίσκεται σε αντίθεση με την αριστοτελική θέση ότι η γνώση της φύσης είναι ένας σκοπός καθεαυτόν. Αυτή η ανάκτηση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, όπως υποστήριζε ο ίδιος, είναι δυνατή μόνο με την έρευνα, που γίνεται με πνεύμα συνεργασίας[8].

Τον 18ο αιώνα θα ερευνηθούν το ζήτημα των ορίων της ανθρώπινης γνώσης (γνωσιολογικός ρεαλισμός), η αντικειμενικότητα των εννοιών, καθώς και η έννοια της αιτιότητας.

Θεμελιωτής του εμπειρισμού είναι ο Τζων Λοκ. Ο πυρήνας της θεώρησής του είναι ότι τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με τα όρια της εμπειρίας. Υποστηρίζει ότι τίποτα δεν υπάρχει στη διάνοια που δεν υπήρχε προηγουμένως στην αίσθηση και χωρίς την καταγραφή πληροφοριών από τα αισθητήρια όργανα ο ανθρώπινος νους θα ήταν σαν άγραφο χαρτί[9].

Απορρίπτεται κατ’ αυτό τον τρόπο η καρτεσιανή άποψη των έμφυτων στο λογικό ιδεών και του πανσοφικού ιδεώδους του ορθολογισμού και προτείνεται αυτή της περιορισμένης και ελλιπούς γνώσης μας για την πραγματικότητα, η οποία ωστόσο επαρκεί για να ανταπεξέλθουμε στην πρακτική πλευρά της ζωής μας, την επιβίωση και την πρόοδό μας.

Κεντρική μεθοδολογική υπόθεση του εμπειρισμού είναι η αρχή της συνδυαστικότητας, μέσω της οποίας το λογικό παράγει προτάσεις που περιγράφουν τον κόσμο συνδυάζοντας με κατάλληλους τρόπους τις πληροφορίες που μεταφέρουν οι αισθήσεις[10]. Ο Λοκ χρησιμοποιούσε συχνά τον όρο «ιδέες» για να γεφυρώσει το επιστημολογικό χάσμα. Οι «ιδέες» μας για τα χρώματα και τις γεύσεις, και γενικότερα για την πραγματικότητα, όπως υποστήριζε, είναι τα αποτελέσματα διαδικασιών στον «πραγματικό κόσμο» των ατόμων και όχι έμφυτες, έστω κι αν δεν μπορούμε να μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτό τον κόσμο[11].

Η βασική καινοτομία του Ντέιβιντ Χιουμ ήταν η ιδέα ότι η επιστήμη δεν αναφέρεται σε πράγματα αλλά σε αλληλουχίες και ακολουθίες συμβάντων[12]. Η άρνησή από τον Χιουμ της δυνατότητας μιας αναγκαίας γνώσης της φύσης στηριζόταν σε τρεις ρητά διατυπωμένες υποθέσεις:

1. Κάθε γνώση μπορεί να υποδιαιρεθεί στις αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες: «σχέσεις των ιδεών» και «πραγματικότητα».

2. Κάθε γνώση της πραγματικότητας δίδεται και προκύπτει από τις εντυπώσεις των αισθήσεων.

3. Μια αναγκαία γνώση της φύσης θα προϋπέθετε γνώση της αναγκαίας συνάφειας των γεγονότων.

Στις «εντυπώσεις των αισθήσεων» περιλάμβανε τις επιθυμίες, τις βουλήσεις και τα αισθήματα, καθώς και τα δεδομένα των αισθήσεων της όρασης, της ακοής, της αφής και της όσφρησης[13].

Ήταν ο πρώτος στοχαστής που αποσαφήνισε το ζήτημα της αιτιότητας, στην οποία οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι είχαν ακλόνητη πίστη. Υποστήριξε ότι η αιτία δεν είναι παρά μία ανθρώπινη πεποίθηση βασιζόμενη στην συσσωρευμένη εμπειρία και ότι η ανθρώπινη αντιληπτικότητα είναι πεπερασμένη[14].

4. Ορθολογισμός

Ο ορθολογισμός εξέφρασε την φιλοσοφική άποψη που τονίζει τη δύναμη μιας a priori λογικής διαδικασίας για τη σύλληψη θεμελιωδών αληθειών για τον κόσμο.

Σε αντιδιαστολή προς τον άκρατο επαγωγισμό του Μπέικον αναπτύχθηκε ένα εναλλακτικό μεθοδολογικό πρόγραμμα με άξονα τις ιδέες του Καρτέσιου. Αφετηρία της θεωρίας του ήταν ότι τα περιεχόμενα της εμπειρίας δεν μπορούν να αποτελέσουν το θεμέλιο για την θεωρητική κατανόηση των φυσικών νομοτελειών[15].

Ο Καρτέσιος θεωρούσε τα αισθητήρια όργανα ως αναξιόπιστους μάρτυρες όσον αφορά στην υποκειμενική δομή της πραγματικότητας. Και αυτό γιατί υπάρχουν φορές που οι αισθήσεις παραπλανούν: ένα στρογγυλό νόμισμα μπορεί να φαίνεται οβάλ αν το δει κανείς από συγκεκριμένη γωνία ή οι ράγες του τρένου που μοιάζουν να συγκλίνουν σε μεγάλη απόσταση. Τέτοιες αισθητηριακές πλάνες όπως και άλλες παρόμοιες δείχνουν ότι οι αισθήσεις δεν είναι πάντα απόλυτα αξιόπιστες. Συνεπώς μοιάζει μάλλον απίθανο ο εξωτερικός κόσμος να είναι ακριβώς όπως φαίνεται[16].

Το κριτήριο για την γνώση με την αυστηρή έννοια ήταν, κατά τον Καρτέσιο, η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των λεγομένων μας. Δεσμεύτηκε να αμφιβάλλει συστηματικά για όλες τις κρίσεις που προηγουμένως πίστευε ως αληθείς, ώστε να δει αν κάποιες από αυτές ίσχυαν πέρα από κάθε αμφιβολία. Κατέληξε λοιπόν, στο ότι πράγματι κάποιες κρίσεις ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία- το περίφημο cogito ergo sum (σκέφτομαι άρα υπάρχω)[17].

Ο άλλος μεγάλος εκπρόσωπος του ορθολογικού ρεύματος ήταν ο Λάιμπνιτζ, ο οποίος εισήγαγε την έννοια της «λογικώς αναγκαίας αλήθειας», που ορίζει ένα μηχανισμό διαχωρισμού των έλλογων από τις αυθαίρετες πίστεις[18]. Στον Λάιμπνιτζ υπάρχει μια απόλυτη παραλληλία φυσικής και μεταφυσικής, μηχανικών και τελολογικών εξηγήσεων της φύσης.

Οι ορθολογιστές πιστεύουν ότι υπάρχουν καθολικές αρχές του ορθού λόγου που μπορούν να είναι ανεξάρτητες από τη συνάφεια τους και επομένως αληθινές χωρίς κανένα περιορισμό. Η καθαρή λογική είναι ένας τρόπος να θεάται κανείς τα πράγματα από τη σκοπιά του Θεού και όχι με γνώμονα τους εφήμερους και μεταβαλλόμενους σκοπούς και ενδιαφέροντα των εμπειρικών ατόμων, υποστηρίζει ο τρίτος μεγάλος ορθολογιστής της εποχής, Βενέδικτος Σπινόζα. Ο ίδιος υποστήριξε ότι μια λογική ενόραση, όπως π.χ. το πυθαγόρειο θεώρημα, είναι «αιώνια», με την έννοια ότι από τη στιγμή που θα κατοχυρωθεί μένει για πάντα ισχυρή και αναλλοίωτη, οποιαδήποτε μεταβολή κι αν μεσολαβήσει στην φυσική ή ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων.

Οι αντιλήψεις αυτές στηρίζουν την ριζική αισιοδοξία ότι η ορθή χρήση του λογικού είναι ικανή να καταστήσει τον άνθρωπο κοινωνό όλων των αληθειών σχετικά με τη βαθιά οντολογική κατασκευή της πραγματικότητας, μέτοχο αυτής της ίδιας της σοφίας του Θεού[19].

Η κριτική περί αιτιότητας του Χιουμ φάνταζε εξαιρετικά επικίνδυνη για τον Καντ και οδήγησε στο μνημειώδες έργο του Κριτική του καθαρού λόγου με στόχο να διασώσει την αιτιότητα. Η αφετηρία της ήταν ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στην ψυχολογία και την επιστημολογία. Ωστόσο, ο Καντ δεν ήταν απόλυτα ορθολογιστής. Η καντιανή θεωρία της επιστήμης είναι μια ηρωική προσπάθεια να φονευθεί το «θηρίο» του σκεπτικισμού, χωρίς όμως να αμφισβητηθεί το εμπειρικό υπόβαθρο της γνώσης[20].

5. Ο «φυσικός νόμος» στα δύο φιλοσοφικά ρεύματα

Οι φιλόσοφοι του 17ου και 18ου αιώνα αναζητούν τις απαντήσεις σε ερωτήματα για την φύση και την θέση του ανθρώπου σε αυτή μέσα από την επιστήμη.

Τόσο οι ορθολογιστές, όσο και οι εμπειριστές έχουν ένα κοινό στόχο: την γνωστική βεβαιότητα, δηλαδή αλήθειες που είναι βέβαιες, επειδή είναι αναγκαίες.

Παρ’ όλα αυτά, οι ορθολογιστές και οι εμπειριστές διαφέρουν, τόσο όσον αφορά την πηγή της αλήθειας όσο και σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιούν για να θεμελιώσουν τη γνώση πάνω σ’ αυτές τις αλήθειες .

Οι ορθολογιστές βρίσκουν την πηγή της αλήθειας στο «λόγο», ενώ αντίθετα οι εμπειριστές βρίσκουν την πηγή της αλήθειας στα δεδομένα των αισθήσεων, στα «γεγονότα». Ο ορθολογισμός εξηγεί τον φυσικό νόμο με βάση την αρχή της αιτιότητας, ενώ στους εμπειριστές ο φυσικός νόμος σχετίζεται με την επαγωγική διαδικασία.

Ο εμπειρισμός του Χιουμ αρνήθηκε την αρχή της αιτιότητας. Η αιτιώδης σχέση των φαινομένων, όπως υποστήριξε, είναι μία πλάνη που ξεκινά από τη συνήθεια να θεωρείται γενικά ότι θα υπάρξει στο μέλλον η ίδια διαδοχική σειρά κάποιων γεγονότων. Κατά τον Χιούμ είναι πιθανολογική η ισχύς όλων των θεωρητικών γενικεύσεων για τον κόσμο και ακόμα και οι πιο στέρεες παραδοχές και του κοινού και του επιστημονικού νου δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα, γιατί είναι αδύνατη η αισθητηριακή επαφή με την απειρία των φυσικών πραγμάτων[21].
Για τους ορθολογιστές, η γνώση του κόσμου ενέχει αναπόφευκτα a priori αλήθειες, δηλαδή αλήθειες που είναι ουσιαστικά εγγενείς, ανεξάρτητες από συγκεκριμένες εμπειρίες και, σαν τέτοιες, δεν έχουν ανάγκη από εμπειρική επιβεβαίωση. Έτσι, οι ορθολογιστές υποστηρίζουν ότι με την καθαρή λογική μπορούμε να φτάσουμε σε ουσιαστική γνώση για τη φύση του κόσμου, μέσω της χρήσης εννοιών και προτάσεων στις οποίες η σύνδεση μεταξύ υποκειμένου και κατηγορήματος είναι αναγκαία. Το ιδεώδες των ορθολογιστών ήταν «ένα παραγωγικό σύστημα αληθειών, ανάλογο με ένα μαθηματικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα ικανό να αυξάνει τις πραγματολογικές μας πληροφορίες… ένα σύστημα παραγόμενων αληθειών που μπορεί να θεωρηθεί ως η αυτο-εκτύλιξη του ίδιου του λόγου (reason[22].
Η εναλλακτική παράδοση του εμπειρισμού αναπτύχθηκε ως αντίδραση στον a priori και υποκειμενικό χαρακτήρα της γνώσης του ορθολογισμού. Ο εμπειρισμός απηχεί μια εντελώς διαφορετική θεωρία της αλήθειας, σύμφωνα με την οποία το κριτήριο της αλήθειας είναι η αντιστοιχία με τα γεγονότα.

Όμως, δεν είναι όλες οι συνθετικές προτάσεις a posteriori. Ορισμένες είναι a priori, ανεξάρτητες από την εμπειρία. Έτσι, όπως πρώτος τόνισε ο Καντ, έννοιες όπως αυτή της αιτιότητας (η αλήθεια ότι κάθε συμβάν έχει μια αιτία) είναι αναγκαίες αλήθειες, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέχουν πληροφορίες για τον κόσμο, που με μια έννοια είναι ανεξάρτητες από την εμπειρία.

Ενώ οι ορθολογιστές πιστεύουν στην ύπαρξη ορισμένων καθολικών εννοιών που είναι έμφυτες σε κάθε άνθρωπο και τον οδηγούν σε μια ενορατική γνώση, οι εμπειριστές αντεπιτίθενται με την περίφημη πρόταση του Θωμά Ακινάτη «δεν υπάρχει τίποτε στο νου που να μην υπάρχει προηγουμένως στις αισθήσεις» από τις οποίες πηγάζει κάθε αποδεικτική και βέβαιη γνώση. Ήδη από τον 13ο αιώνα οι απόψεις του Ακινάτη ενίσχυαν την πεποίθηση ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις και η ανθρώπινη νόηση δίνουν την σωστή εικόνα του κόσμου[23]. Ο Μπέικον στο έργο του Gogitata et Visa δίνει, σε μια παραστατική εικόνα, την αντιπαράθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού: Οι ορθολογιστές είναι σαν τις αράχνες, στήνουν ιστούς που τους υφαίνουν από μέσα τους. Οι εμπειριστές είναι σαν τα μυρμήγκια, πρώτα συλλέγουν κι ύστερα χρησιμοποιούν[24].

Γίνεται ορατή, λοιπόν, η διπλή αντίθεση: ο ορθολογισμός δεν πιστεύει μόνο στην ύπαρξη ενός συστήματος καθολικών a priori ιδεών που οδηγούν στη γνώση, αλλά επίσης θεωρεί μοναδικό και αναγκαίο το σύστημα αυτό για την ερμηνεία της φύσης του κόσμου.

Ο εμπειρισμός δέχεται μόνο τα δεδομένα της εμπειρίας για τη διατύπωση μιας a posteriori βέβαιης γνώσης και αποδέχεται την πολλαπλότητα και την ποικιλία των γνώσεων και των ιδεών που επικρατούν σε διάφορες χρονικές στιγμές. Αυτή η δεύτερη ιδέα της πολιτιστικής ποικιλίας και των πολλαπλών μορφών που επιδέχεται η «αλήθεια» στην ιστορία της ανθρωπότητας, δίνει στον εμπειρισμό την έννοια του σχετικισμού. Ο σχετικισμός αμφισβητεί την παντοδυναμία της λογικής και επιδιώκει να ενσωματώσει σ' αυτήν, ως πηγές βεβαιότητας, στοιχεία που υπάρχουν ενεργά στη ζωή και στη σκέψη, αλλά ανήκουν σ' άλλες σφαίρες απ' αυτήν της καρτεσιανής λογικής: το συναίσθημα, η φαντασία, η έμπνευση, η επιθυμία, ο μυστικισμός είναι στοιχεία κατ' εξοχή ανορθολογικά που εξοβελίσθηκαν από την «καθαρή» επιστήμη, από την εποχή ακόμη της θεοκρατίας του Μεσαίωνα.

Σύμφωνα με τον Χιουμ η επιστήμη είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό, αλλά η συλλογική μας εμπειρία έχει δομή, σταθερότητα κι επαναληπτικότητα, και αυτούς τους ρυθμούς της κανονικότητας καταγράφει η θεωρητική γνώση. Σε σχέση με την απαγωγή των ορθολογιστών, οι οποίοι βασίζονται στη λογική της απόδειξης της αλήθειας μέσω αντιθετικής προτάσεως ως ψευδούς, υποστήριξε ότι: η αλήθεια ή το ψεύδος των προτάσεων για τις σχέσεις των ιδεών εδραιώνεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επίκληση στην εμπειρική μαρτυρία[25].

Η καντιανή θεωρία από την άλλη αποτελεί έναν συγκερασμό ορθολογισμού και εμπειρισμού. Η θεωρία της επιστήμης του Καντ βασίζεται στην ιδέα ότι η ενότητα της εμπειρίας είναι έργο της συνείδησης και ότι η γενική ενότητα της φύσης και των νόμων που τη διέπουν είναι θεμελιακή κανονιστική αρχή της επιστημονικής έρευνας[26].

6. Επίλογος

Η νέα επιστήμη του 17ου και 18ου αιώνα εξέτασε την φύση και τις φυσικές διαδικασίες απαλλαγμένη από τις «θεϊκές» παρεμβάσεις του Μεσαίωνα. Η φιλοσοφία έπαψε να αποτελεί πλέον κυρίαρχη τάση στην πνευματική δραστηριότητα των ανθρώπων. Οι φιλόσοφοι της εποχής έκαναν «στροφή» στην επιστημολογική εξήγηση ερωτημάτων όπως «Τι είναι φύση;», «Υπάρχει πραγματικά ή είναι αποκύημα των αισθητηρίων του ανθρώπου;», «Υπάρχει ακόμη κι όταν ο άνθρωπος δεν υπάρχει;». Στην προσπάθεια να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την λειτουργία του λογικού, οι φιλόσοφοι ανέπτυξαν δύο εναλλακτικές και αντίπαλες θεωρήσεις. Ο ορθολογισμός υποστήριξε ότι η επιστημονική αλήθεια προέρχεται από τη χρήση του λογικού, σύμφωνα με τη μέθοδο της λογικής επαγωγής. Εκφραστές του ήταν, μεταξύ άλλων, ο Καρτέσιος και ο Λάιμπνιτζ.

Αντίθετα, ο εμπειρισμός επιχειρηματολόγησε ότι η επιστημονική αλήθεια είναι μια επαγωγική γενίκευση πάνω σε ένα σώμα εμπειρικών δεδομένων. Ο Μπέικον αποτέλεσε τον φιλόσοφο του εμπειρισμού, ακολουθούμενος από τους Λοκ και Χιουμ.

Η θέση των φιλοσόφων δεν ήταν πάντοτε μονομερής. Έτσι, ο ιδεαλισμός του Καντ αποτέλεσε έναν συνδυασμό των δύο θεωρήσεων, στη βάση της ιδέας για μια «συνθετική εκ των προτέρων» γνώση.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαλλιάνος Π. (2001), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β), Πάτρα: ΕΑΠ.

Losee J. (1991), Φιλοσοφία της Επιστήμης (μτφρ. Θ. Χρηστίδης), Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Chalmers A. (1996), Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; (μτφρ. Γ. Φουρτούνης), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Warburton N (1999), Φιλοσοφία. Τα Βασικά ζητήματα (μτφρ. Β. Χατζοπούλου), Αθήνα: Περίπλους.

Φωτόπουλος Τ. (1999), Περιεκτική Δημοκρατία (μτφρ. Ν. Βούλγαρης), Αθήνα: Καστανιώτης.

Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2001), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α), Πάτρα: ΕΑΠ.


[1] Chalmers A., Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; (μτφρ. Γ. Φουρτούνης), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1996, σελ. 2.

[2] Βαλλιάνος Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β), ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σελ. 41-42

[3] Στο ίδιο, σελ. 56-59.

[4] Στο ίδιο, σελ. 89.

[5] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 94.

[6] Chalmers A., ό.π., σελ. 3

[7] Losee J, Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφρ. Θ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 102

[8] Στο ίδιο, σελ. 103

[9] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 111-112

[10] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 112.

[11] Losee J, ό.π., σελ. 141-142

[12] Στο ίδιο, σελ. 147

[13] Στο ίδιο, σελ.148-149

[15] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 99

[16] Warburton N., Φιλοσοφία Τα βασικά ζητήματα (μτφρ. Β. Χατζοπούλου), Περίπλους, Αθήνα, 1999, σελ. 145-146.

[17] Losee J, ό.π., σελ. 106-107

[18] Βαλλιάνος Π., στο ίδιο., σελ. 105

[19] Στο ίδιο, σελ. 106

[20] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 121-122

[21] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 118-119

[22] Φωτόπουλος Τ., Περιεκτική Δημοκρατία (μτφρ. Ν. Βούλγαρης), Καστανιώτης, Αθήνα, 1999., σελ. 539

[23] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2001), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α), ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σελ. 83

[24]www.leviathan.gr/LEV10/Χριστίνα%20ΜιχαλοπουλουΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ%20ΚΑΙ%20ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣP2.htm

[25] Losee J, ό.π., σελ. 148

[26] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 126

Κυριακή 10 Αυγούστου 2008

ΕΠΟ 21-ΕΡΓΑΣΙΑ 1η- ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2005-2006

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Θ.Ε.: ΕΠΟ 21 «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ»

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1Η

της Ρόης Χάικου

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΘΕΜΑ:

1. Εξετάστε τις διαφορές της ουμανιστικής γραμματείας από τη μεσαιωνική, όπως διαφαίνονται στην πεζογραφία της εποχής και προσδιορίστε την ουσιαστική καινοτομία του Δεκαήμερου στην ευρωπαϊκή πεζογραφία.

2. Εντοπίστε με συγκεκριμένα παραδείγματα από τα δυο διηγήματα πού έγκειται η πολλαπλότητα των αφηγηματικών επιπέδων και σχολιάστε σε ποιον άλλο συγγραφέα της εποχής συναντάμε την εν λόγω πολλαπλότητα.

3. Με βάση τα συγκεκριμένα διηγήματα, σχολιάστε πώς αναδεικνύεται το κριτικό πνεύμα του Βοκκάκιου μέσα από τα κωμικά και τα δραματικά στοιχεία. Εστιάστε την προσοχή σας ιδιαίτερα στις σχέσεις των δύο φύλων και σε θέματα κοινωνικής ηθικής που θίγονται στα εν λόγω διηγήματα.

ΣΥΝΟΛΟ ΛΕΞΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: 1.785


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου αποτελεί σημαντικό σταθμό στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ο Βοκκάκιος με το Δεκαήμερο όχι μόνο έδωσε το πρότυπο της νουβέλας, αλλά ενέταξε τα αφηγήματα σε ένα ενιαίο πλαίσιο, ώστε το έργο του να έρθει πολύ κοντά με το μυθιστόρημα.

Παράλληλα, όπως θα δούμε από την ανάγνωση του έργου, εισήγαγε την πολλαπλότητα των αφηγηματικών επιπέδων, δηλ. την διάκριση ανάμεσα στον συγγραφέα- αφηγητή, στους ήρωες- αφηγητές των επιμέρους ιστοριών και στους καθ’ αυτούς ήρωες των ιστοριών και μάλιστα με χρήση διαφορετικής γλώσσας για κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα. Απ' την αφηγηματική του τέχνη προέκυψαν αργότερα οι κανόνες του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους, που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι είναι το πρώτο είδος πεζογραφίας που καλλιεργήθηκε και από αυτό διαφοροποιήθηκαν το μυθιστόρημα και το διήγημα.

Με μια λίαν πιπεράτη γλώσσα, περιγράφει και απεικονίζει τα κοινωνικά ιταλικά ήθη της εποχής (14ος αιώνας) και εστιάζει στον άνθρωπο και τις επιδιώξεις του, στοιχειοθετώντας έναν κόσμο ανθρωποκεντρικό.


1. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΥΜΑΝΙΣΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ και ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Εάν η εποχή του Μεσαίωνα (5ος- 13ος αιώνας) χαρακτηρίστηκε από την “θεοκεντρική” οπτική των πραγμάτων, ο Ουμανισμός (14ος- μέσα 16ου αιώνα) στηρίζεται στην “ανθρωποκεντρική” θεώρηση του κόσμου. Ο άνθρωπος ορίζεται ως κέντρο του σύμπαντος και μάλιστα δίνει έμφαση στην καθημερινότητα και την επί γης ζωή[1]. Αυτή η διαφορετική κοσμοθεωρία είναι διάχυτη στην γραμματεία της εποχής, όπου οι ήρωες επιδιώκουν την βελτίωση του καθημερινού βίου τους, αποκτούν παιδεία, αναπτύσσουν τις γνώσεις τους, αναζητούν την ευδαιμονία.

Παράλληλα, δεν φοβούνται να ασκήσουν κριτική στις κοινωνικές και ηθικές δομές, χρησιμοποιώντας κωμικά, ακόμη και ερωτικά στοιχεία. Η ανθρώπινη ύπαρξη δείχνει να “απενοχοποιείται” από το… Προπατορικό Αμάρτημα, την “ελέω Θεού” ύπαρξη που έχει επιβάλει κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα η Καθολική Εκκλησία. Η τάση της αναγέννησης της ανθρώπινης ύπαρξης είναι διάχυτη στο Δεκαήμερο του Βοκκάκιου (1313- 1375), ο οποίος κριτικάρει έντονα την στάση της εκκλησίας, κατηγορώντας την για υποκρισία, κυρίως στο διήγημα «Ο Πεπτωκώς Άγγελος»[2] «νομιμοποιεί» την ερωτική επιθυμία και διακηρύττει τα ίσα δικαιώματα των δύο φύλων.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η λογοτεχνία στηρίζεται κυρίως, στην παρουσία του έμμετρου λόγου, τη χειρόγραφη μορφή των παλαιών και νεότερων κειμένων, τη διάδοση της μετάφρασης ως μέσου αναπαραγωγής και καλλιέργειας του γραπτού λόγου κ.ά.[3] Αντίθετα, την εποχή του ουμανισμού, ο πεζός λόγος επικρατεί του έμμετρου και η γραφή κυριαρχεί έναντι της προφορικότητας, κάτι στο οποίο συνέβαλε και η διάδοση της τυπογραφίας. Στο πλαίσιο αυτό, διαδίδεται από τον 15ο αιώνα η μεταγραφή μεσαιωνικών έμμετρων επών και μυθιστοριών δημωδών γλωσσών σε πεζή μορφή. Παράλληλα, σύμφωνα με τον Γιώργο Βάρσο, γράφονται σε πεζό λόγο και οι πρώτες συλλογές διηγημάτων (νουβέλες- σύντομα και περιεκτικά αφηγήματα) αλλά και μυθιστορήματα (μεγάλη έκταση και σύνθετη δομή αφήγησης).[4]

Σε αυτήν την περίοδο έρχεται το Δεκαήμερο το οποίο θα ασκήσει μεγάλη επιρροή στη μετέπειτα ευρωπαϊκή λογοτεχνία καθώς χαρακτηρίζεται από δύο εξαιρετικής σημασίας καινοτομίες: πρώτον, εντάσσει τα αφηγήματα σε ένα ενιαίο πλαίσιο (cornice)[5], πλησιάζοντας το μυθιστόρημα και δεύτερον, εισάγει την πολλαπλότητα των αφηγηματικών επιπέδων. Αυτό σημαίνει ότι διαχωρίζει σε τρία επίπεδα την αφήγηση: συγγραφέας-αφηγητής, ήρωες-αφηγητές των επιμέρους ιστοριών και ήρωες των ίδιων ιστοριών. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γ. Βάρσος[6]: “σε καθένα από τα τρία επίπεδα ο λόγος ορθώνεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την παιδεία και την οπτική γωνία του ομιλούντος ή γράφοντος.[…] Το λογοτεχνικό αποτέλεσμα δεν είναι μια χαώδης παράθεση διαφορετικών γλωσσικών ιδιωμάτων, αλλά μια διαρκής εναλλαγή τόνων και τρόπων μέσου ύφους.”

2. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΣΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Όπως προαναφέραμε ο Βοκκάκιος χρησιμοποίησε τρία επίπεδα στην αφήγησή του ανάλογα με το υποκείμενο. Στο διήγημά του «Ο Πεπτωκώς Άγγελος»[7] ο συγγραφέας- αφηγητής περιγράφει τις αντιδράσεις των ηρώων- αφηγητών στο άκουσμα των ιστοριών, αλλά και το κλίμα που επικρατεί στην συντροφιά. Χρησιμοποιεί το μέσο ύψος, δηλαδή απλό, σοβαρό, λόγο, ούτε λαϊκό, ούτε πομπώδη, αλλά με στοιχεία υψηλής παιδείας.

Η εισαγωγή του διηγήματος μας μεταφέρει σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο περιβάλλον από την προηγούμενη ιστορία όπου παρεμβαίνει ο βασιλιάς, για να δώσει το βήμα στον επόμενο αφηγητή. Ωστόσο, προτού το πράξει, θα μεταφέρει, με λόγια βαθιά, τα συναισθήματα που του προκάλεσε η ιστορία, κάνοντας απολογισμό και αυτοκριτική: «η κάθε ώρα της ζωής μου με σκοτώνει χίλιες φορές, δίχως να μου δίνει σε αντάλλαγμα ένα λεπτό χαράς»[8]. Το λόγο παίρνει η αφηγήτρια-ηρωίδα Παμπινέα, που ξεκινά την ιστορία του καλόγερου Αλμπέρτο, με τρόπο κριτικό για την διάβρωση της εκκλησίας και δεικτικό για τους ευκολόπιστους ανθρώπους, την αφέλεια και το υπερφίαλο της εξωτερικής εμφάνισης έναντι του πνευματικού κάλλους.

Οι διάλογοι μεταξύ των ηρώων που ακολουθούν είναι σε γλώσσα καθημερινή, ενώ η αφήγηση έχει έντονα κωμικά στοιχεία. Έτσι, η Παμπινέα περιγράφει «… μια μέρα που η ντόνα Λιζέτα συζητούσε με μια κυράτσα πάνω στο ζήτημα της ομορφιάς, θέλοντας να δείξει πώς ξεπερνούσε σε ομορφιά όλες τις άλλες, είπε με το κούφιο κεφάλι της…»[9] Η περιγραφή είναι ζωντανή, διασκεδαστική, αλλά η αφηγήτρια κρατά τις απαραίτητες αποστάσεις από τους λαϊκούς ήρωες της.

Στο διήγημα «Το Γεράκι»[10] από το Δεκαήμερο, η βασίλισσα αναλαμβάνει την αφήγηση της ιστορίας, περιγράφοντας τις αρετές του Κάπο ντι Μποργκέζε Ντομενίκι, στον οποίο αποδίδει την «πατρότητα» της ιστορίας. Ο Βοκκάκιος, αντί να αρχίσει αμέσως την αφήγηση, παρεμβάλει ένα ξένο πρόσωπο, για να εξυμνήσει την αξία της αρετής και της καλής συμπεριφοράς έναντι της ευγενούς καταγωγής. Η ιστορία του «Γερακιού», μια τραγική και συγκινητική αφήγηση, γεμάτη διδάγματα, χαρακτηρίζεται από στοιχεία μεγαλοσύνης, ενώ οι διάλογοι είναι γραμμένοι σε γλώσσα ευγένειας, τρυφερότητας.

Τα βήματα του Βοκκάκιου θα ακολουθήσουν πολλοί συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Τζιοβάν Μπατίστα Τζιράλντι ή Cinzio, συγγραφέας των Εcatommiti, o Τζιοβάν Μπατίστα Τζεντίλε με το Διήγημα των διηγημάτων κ.ά.[11] Άλλωστε η επιρροή του Δεκαημέρου θα διαρκέσει για τρεις αιώνες. Ωστόσο, σχεδόν έναν αιώνα μετά από την συγγραφή του Δεκαημέρου, ο Ραμπελαί (1484- 1553) με την σειρά ουμανιστικών έργων του Γαργαντούας (1534) και Πανταγκρυέλ (1532), παρουσιάζει ανάλογα δείγματα πολλαπλότητας, κυρίως με την ιδιαιτερότητα της γραφής του. Ένα «εργαστήριο γραφής», όπως την χαρακτηρίζουν τα Ευρωπαϊκά Γράμματα[12]. Πρόκειται για σύνθεση πολλών και διαφορετικών ειδών γραφής, με γλώσσα σε κάθε ύφος, από το διδακτικό στο φιλοσοφικό και από το σατυρικό στο χυδαίο, από το στίχο στο δοκίμιο, από τη δραματική ένταση στη φάρσα, με διαρκή έμφαση στο κωμικό στοιχείο. Ουσιαστικά εισαγάγει την έννοια της παρωδίας, δηλαδή την αναπαραγωγή του γλωσσικού ιδιώματος ή κειμένου με κωμικά αποτελέσματα. Πρόκειται για τη «μυθιστορηματική γραφή» του Ραμπελαί όπως ονομάστηκε και στην οποία οι διάφοροι τρόποι ανάπλασης και αναπαράστασης της πραγματικότητας γίνονται οι ίδιοι αντικείμενο μίμησης.[13]

3. ΤΟ ΚΡΙΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΒΟΚΚΑΚΙΟΥ

Το Δεκαήμερο του Βοκκάκιου έχει γίνει γνωστό για τον ερωτικό χαρακτήρα και την αντι-εκκλησιαστική στάση πολλών από τα 100 διηγήματα που το απαρτίζουν και αποτελεί μια απάντηση στην κοινωνική και πολιτική διάλυση που προκάλεσε η επιδημία της πανούκλας στην Φλωρεντία. Μέσα σε αυτό το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα, με τον ουμανισμό να αναπτύσσεται και την πανώλη να έχει καταστρέψει την Φλωρεντία το 1348, το κριτικό πνεύμα του Βοκκάκιου βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί, εστιάζοντας όπως θα δούμε παρακάτω, στις ανθρώπινες σχέσεις και την κοινωνική ηθική της εποχής.

Η εκκλησία είναι ο πρώτος πυρήνας της κοινωνίας που περνά από το «μικροσκόπιο» της πένας του, καθώς προκύπτει ότι δεν μπορεί να ανεχθεί την υποκρισία του κλήρου. Θα χρησιμοποιήσει, λοιπόν, ένα λωποδύτη που θα τον «ντύσει» καλόγερο και ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την δύναμη των αμφίων του, θα εξακολουθήσει να εξαπατά ανυποψίαστους ή αφελείς ανθρώπους. Στο διήγημά του «Ο Πεπτωκώς Άγγελος» αναφέρει χαρακτηριστικά: «… Αυτή η παροιμία μού δίνει άφθονο υλικό όχι μόνο για να εκπληρώσω την υποχρέωσή μου (σ.σ την αφήγηση), αλλά και να τονίσω την υποκρισία των ιερωμένων […] Δεν είναι υποχρεωμένοι όπως οι κοινοί θνητοί, να κερδίσουν τον Παράδεισο· αυτόν τον έχουν νόμιμο τσιφλίκι τους, ενώ εμείς, ανάλογα με τα λεφτά που τους αφήνουμε πεθαίνοντας, βρίσκουμε μια θεσούλα λιγότερο ή περισσότερο τιμητική»[14]. Αυτή η αναφορά θα μπορούσαμε να πούμε ότι περικλείει όλη την απόρριψη και απαξίωση που νιώθει για την εκκλησία. Στη συνέχεια, ο… αφορισμός του κλήρου δεν γίνεται με σκληρή γλώσσα όπως παραπάνω, αλλά μέσα από την διακωμώδηση του απατεώνα, μέσα από τα παθήματά του, που φέρνουν γέλια στους αναγνώστες. Πρόθεσή του αναφέρουν τα ΕΓ είναι να σατιρίσει τις αξίες και τις συμπεριφορές που θεωρούνται αυτονόητες[15], όπως η εγκράτεια και η ταπεινοφροσύνη των ιερωμένων, η σύνεση κλπ.

Στο ίδιο διήγημα καυτηριάζει την ευπιστία του ποιμνίου σε όσα εκστομίζουν οι ιερείς και εν προκειμένω ο πατέρας Αλμπέρτο, που καταφέρνει να πείσει την νεαρή και αφελή Λιζέτα ντα Κουιρίνο ότι ο Αρχάγγελος που θαυμάζει προσωπικά τα κάλλη της, χρησιμοποιεί το σώμα του για να την κατακτήσει ερωτικά. Και πάλι, οι χαρακτηρισμοί για την ευκολόπιστη πλην όμορφη κοπέλα κινούνται σε χιουμοριστικά επίπεδα, χωρίς να προκαλεί αρνητικά αισθήματα για το θύμα, μια που φαίνεται να αποδέχεται τις γυναίκες ως ίσες. Άλλωστε, από τους δέκα πρωταγωνιστές-αφηγητές του έργου του, επτά είναι γυναίκες και στις αναγνώστριές του αφιερώνει το βιβλίο του[16].

Σε ο,τι αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις, τάσσεται υπέρ των ευγενικών επαφών, της αρετής και του πλούτου στα συναισθήματα, ενώ παρουσιάζει τις γυναίκες απελευθερωμένες στον τομέα του έρωτα. Μιλά για το δικαίωμα της «σάρκας», τα ίσα δικαιώματα για τα δύο φύλλα , καθώς και για την αρετή ως μοναδικό κριτήριο στην επιλογή συντρόφου[17]. Η Λιζέτα στον «Πεπτωκότα Άγγελο» δεν διστάζει να απατήσει τον σύζυγό της, διεκδικώντας το δικαίωμα στην ηδονή, επιλέγοντας το αντικείμενο του πόθου της. Αντίθετα, στο «Κοράκι» ο ανολοκλήρωτος έρωτας του Φεντερίγκο, η ανάγκη να ευχαριστήσει την αγαπημένη του, η μεγαλοψυχία και η «θυσία» του μοναδικού αγαπημένου του πλάσματος, θα αποζημιωθεί, κερδίζοντας εντέλει την καρδιά της Τζιοβάνα. Ο ήρωας καταφέρνει να ανακάμψει κοινωνικά, βγαίνοντας από την φτώχεια χάρη στην αρετή του, ένα ηθικό δίδαγμα του ουμανιστή συγγραφέα. Άλλωστε, ο ίδιος δεν αποκλείει, όπως αναφέρουν τα ΕΓ, «τη δυνατότητα να είναι οι γυναίκες οι πρωταγωνίστριες ενός ανάποδου κόσμου», δηλαδή μιας κοινωνίας όπου δεν κυριαρχούν άντρες με τις μη φυσικές αρετές τους.[18]

Εν κατακλείδι, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλο το Δεκαήμερο βασίζεται σε μια ουμανιστική αρχή: οι ήρωες αν και δεν ανήκουν στην τάξη των ευγενών, διαθέτουν υψηλή παιδεία, ευγενική συμπεριφορά. Αυτά τα στοιχεία συνθέτουν το προφίλ των «καλών ηρώων» του, των ολοκληρωμένων ανθρώπων με βάση τον ουμανισμό, όπως για παράδειγμα ο Φεντερίγκο στο «Κοράκι». Αντίθετα, οι «κακοί» πρωταγωνιστές, όπως ο Αλμπέρτο στον “Πεπτωκότα Άγγελο” δεν έχουν ηθική, δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια αγαθότητας της ανθρώπινης φύσης


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Με το Δεκαήμερο ο Βοκκάκιος άφησε ένα έργο–σταθμό στην ιστορία του τολμηρού αφηγηματικού λογοτεχνικού είδους και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το πρώτο επώνυμο έργο καθαρής λογοτεχνικής πεζογραφίας. Εισήγαγε το μέσο ύφος, δηλαδή τον λόγο μεταξύ του κοινού της λαϊκής παράδοσης και του υψηλού της τραγωδίας ή του έπους, έναν λόγο σεμνό και σοβαρό στα πρότυπα της λογιοσύνης του ουμανισμού. Παράλληλα, εμπνεύστηκε και καθιέρωσε την πολλαπλότητα των αφηγηματικών επιπέδων, προσαρμόζοντας την γραφή ανάλογα με την πνευματική και κοινωνική στάθμη των ηρώων του.

Μέσα από την ουμανιστική παιδεία του καταφέρνει να παρουσιάσει την ρεαλιστική εικόνα της κοινωνίας του 14ου αιώνα και να περάσει μηνύματα μπροστά από την εποχή του: ισότητα των δύο φύλλων, ελευθερία στον έρωτα, προσωπική αξία του ανθρώπου και του πνευματικού πλούτου του έναντι της καταγωγής, της εμφάνισης ή της οικονομικής στάθμης.



[1] Γιώργος Βάρσος, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 1999, τομος Α, σελ.114

[2] Βοκάκιος, Δεκαήμερον- Ο Πεπτωκώς Άγγελος, Γράμματα, Αθήνα 1993, σελ. 319- 329

[3] Γιώργος Βάρσος, ο.π., σελ. 75-76

[4] στο ίδιο, σελ. 149

[5] Annick benoit- Dusausoy, Guy Fontaine, Ευρωπαϊκά Γράμματα- Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Σοκολη, Αθήνα 1992, τόμος Α, σελ. 280

[6] στο ίδιο, σελ. 154- 155

[7] Βοκάκιος, ο.π.

[8] στο ίδιο, σελ. 319

[9] στο ίδιο σελ. 326

[10] Βοκάκιος, Το Δεκαήμερο- Το Γεράκι,. Κλασικά Παπύρου, Αθήνα 1972, τόμος 3ος, σελ. 12-18

[11] Annick Benoit- Dusausoy, Guy Fontaine, ο.π., σελ. 280- 281

[12] στο ίδιο, σελ. 425- 426

[13] Γιώργος Βάρσος, οπ,. σελ. 157

[14] Βοκκάκιος, ο.π., σελ. 320- 321

[15] Annick Benoit- Dusausoy, Guy Fontaine, ο.π., σελ 308

[16] Γιώργος Βάρσος, ο.π., σελ. 153

[17] Annick Benoit- Dusausoy, Guy Fontaine, στο ίδιο

[18] Annick Benoit- Dusausoy, Guy Fontaine, ο.π. σελ 308- 309