Κυριακή 10 Αυγούστου 2008

ΕΠΟ 31-ΕΡΓΑΣΙΑ 1η- ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2006-2007

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΡΟΔΟΠΗ ΧΑΪΚΟΥ (ΑΜΦ 28236)

Θ.Ε.: ΕΠΟ 31

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 1Η

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2006

ΘΕΜΑ: «Το πλαίσιο συγκρότησης της μεσαιωνικής επιστήμης. Επιλέξτε και αναπτύξτε μια ισλαμική και μια χριστιανική συμβολή».

ΣΥΝΟΛΟ ΛΕΞΕΩΝ: 1.953

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή 2

2. Το πλαίσιο συγκρότησης της Μεσαιωνικής Επιστήμης 3

3. Ισλαμική συμβολή 4-5

4. Χριστιανική συμβολή 6-7

5. Επίλογος 8

Βιβλιογραφία 9


1. Εισαγωγή

Με την παρούσα εργασία έχουμε σκοπό να αποδείξουμε την συνέχεια μεταξύ της μεσαιωνικής και νεότερης επιστήμης, παρά την πεποίθηση ότι ο Μεσαίωνας υπήρξε μια μακρά περίοδος στασιμότητας και «σκοταδισμού» . Θα διαπιστώσουμε την σημαντική συμβολή του Ισλάμ στην αναβίωση της παιδείας και θα δούμε πώς τον πρώιμο Μεσαίωνα, το μεταφραστικό έργο που προσέφεραν οι Άραβες στην Ευρώπη (Αριστοτέλης, Πλάτωνας, ελληνικά και συριακά έργα) έδωσε τη βάση για το «εκπαιδευτικό» έργο της χριστιανικής εκκλησίας

Επίσης, θα αναλύσουμε την συμβολή της Εκκλησίας στην ανάπτυξη της γνώσης και της επιστήμης μέσα από τις σχολές του Μεσαίωνα και τα πανεπιστήμια, καθώς και την είσοδο του αριστοτελισμού στην εκπαίδευση της εποχής.



2. Το πλαίσιο συγκρότησης της Μεσαιωνικής Επιστήμης

Ο Μεσαίωνας παρουσιαζόταν στις ιστορίες της επιστήμης του 19ου αιώνα ως μια «Σκοτεινή Περίοδος», όπου η Εκκλησία προτιμούσε την άγνοια από την παιδεία, την πίστη από τον Λόγο. Η εικόνα αυτή έχει ανατραπεί από νεότερες μελέτες, καθώς αποδεικνύεται η συνέχεια μεταξύ της μεσαιωνικής και της πρώιμης νεότερης επιστήμης. Στην Ευρώπη κατά τον ύστερο Μεσαίωνα παρατηρείται μια σύμφυση της ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης, του ρωμαϊκού δικαίου και της χριστιανικής θεολογίας[1].

Στους φυσικούς φιλοσόφους του Μεσαίωνα οφείλονται πολλές σημαντικές και διαρκείς συμβολές στη δυτική επιστημονική παράδοση. Οι λόγιοι της εποχής εξέτασαν με ιδιαίτερη προσοχή και κριτική διάθεση τις λεπτομέρειες της αριστοτελικής μεθοδολογίας και από αυτές προέκυψαν ενδιαφέρουσες βελτιώσεις ή και υπερβάσεις[2].

Οι φυσικοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα προετοίμασαν το έδαφος για τα επιτεύγματα του 17ου αιώνα, τα οποία περιείχαν πάρα πολλά μεσαιωνικά υλικά. Δημιούργησαν μια ευρεία πνευματική παράδοση, χωρίς την οποία η μεταγενέστερη πρόοδος της φυσικής φιλοσοφίας θα ήταν αδιανόητη. Οι μεσαιωνικοί Ευρωπαίοι ξεκίνησαν με την εμπέδωση των λατινικών πηγών που διέθεταν, ανέλαβαν σημαντική μεταφραστική δραστηριότητα, μέσω της οποίας απέκτησαν τους καρπούς της ελληνικής και ισλαμικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα τα έργα του Αριστοτέλη και των Αράβων σχολιαστών του.

Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Μεσαίωνα ήταν επομένως η σύνθεση της κλασικής και χριστιανικής σκέψης, η οποία δημιούργησε ένα πλαίσιο αναφοράς της δημιουργικής σκέψης, συμπεριλαμβανομένης και της δημιουργικής σκέψης για τη φύση, το οποίο λειτούργησε για αρκετούς αιώνες[3]. Τα μεσαιωνικά επιστημονικά επιτεύγματα αποτελούν μέρος της καταγωγής της νεότερης επιστήμης[4].


3. Ισλαμική συμβολή

Η συμβολή των Αράβων με τις μεταφράσεις της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ήταν ιστορική, καθώς επιτεύχθηκε η απόδοσή τους στην Δυτική Ευρώπη. Μέχρι το 1000, το σύνολο των έργων της ελληνικής ιατρικής, φυσικής φιλοσοφίας και μαθηματικών είχαν αποδοθεί σε εύχρηστες αραβικές εκδοχές, κυρίως για ωφελιμιστικούς λόγους[5].

Η μετάφραση ελληνικών και συριακών έργων στα αραβικά ξεκίνησε από το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα, την περίοδο του αλ - Μανσούρ,αλλά έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις υπό τον Χαρούν αλ - Ρασίντ, ο οποίος έστειλε στο Βυζάντιο ειδικούς απεσταλμένους προς αναζήτηση χειρογράφων. Ο γιος του αλ Μαμούν (813-833) ίδρυσε το ερευνητικό ίδρυμα Οίκο της Σοφίας στη Βαγδάτη όπου η μεταφραστική δραστηριότητα έφθασε στο ανώτερο σημείο της. Ο επικεφαλής του ιδρύματος, Χουναΐν, διακρίθηκε για το σημαντικό μεταφραστικό έργό του, το οποίο δεν ήταν απλή μετάφραση λέξη προς λέξη, αλλά απόδοση των νοημάτων του ελληνικού πρωτότυπου στα αραβικά και τα συριακά. Το μεγαλύτερο όγκο των μεταφράσεών του καταλάμβαναν ιατρικά έργα (Ιπποκράτης, Γαληνός), ενώ μετέφρασε τρεις πλατωνικούς διαλόγους, αριστοτελικά έργα (περιλαμβάνουν τα Μετά τα φυσικά, το Περί ψυχής, το Περί γενέσεως και φθοράς και μέρη των Φυσικών) κ.ά.[6]

Μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα η μεταφραστική δραστηριότητα είχε κορυφωθεί και άρχιζε η σοβαρή πνευματική εργασία. Την περίοδο από τα μέσα του 9ου μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα συναντούμε σε όλο το Ισλάμ εντυπωσιακές επιστημονικές εργασίες σε όλους τους κύριους κλάδους της ελληνικής επιστήμης[7]. Η περίοδος 10ου- 11ου αιώνα χαρακτηρίζεται από τις μεταφράσεις και την πνευματική κυριαρχία του Ισλάμ[8].

Η αριστοτελική φιλοσοφία απασχόλησε εξίσου τους Μουσουλμάνους λόγιους και επιστήμονες της περιόδου αυτής, όπως συνέβη με τους Χριστιανούς μελετητές του «Ώριμου Μεσαίωνα». Πολλοί σχολιαστές του μεσαιωνικού Ισλάμ είχαν παραφράσει τον Αριστοτέλη και είχαν εξηγήσει τα δυσκολότερα σημεία διαφόρων αριστοτελικών κειμένων. Τα έργα του ίδιου του Αριστοτέλη, αλλά και των σχολιαστών αυτών μεταφράστηκαν προοδευτικά και χρησιμοποιήθηκαν από όλους τους σοβαρούς Αριστοτελικούς μελετητές[9]. Στις τελευταίες δεκαετίες του 12ο αιώνα, ο σημαντικότερος σχολιαστής ήταν ο μουσουλμάνος Αβικέννας (Ibn Sina 980- 1037), ο οποίος διαμόρφωσε την πλατωνική εκδοχή της αριστοτελικής φιλοσοφίας.

Ωστόσο, ο «Σχολιαστής» του Αριστοτέλη στη λατινική Δύση, λόγω του τεράστιου σχολαστικού έργου του, ήταν ο Αβερρόης (Ibn Rushd 1126- 1198). Θεωρείται η σημαντικότερη μορφή του αραβικού ορθολογισμού, ο φιλόσοφος που θεωρούσε τον Αριστοτέλη πρακτικά Θεό[10]. Στο έργο του Η Κύρια Πραγματεία για τον καθορισμό της Υφής της Σχέσης ανάμεσα στη Θρησκεία και τη Φιλοσοφία διατυπώνει τις σκέψεις του οι οποίες θεωρείται ότι αποτελούν την πρώτη σχηματοποιημένη καθιέρωση της διπλής αλήθειας, που τόσο περιέπλεξε την πανεπιστημιακή ζωή στην Ευρώπη τον επόμενο αιώνα[11].

Τα περισσότερα έργα του Αριστοτέλη και τα υπομνήματά τους, κυρίως του Αβικέννα και του Αβερρόη αργότερα, είναι διαθέσιμα από το 1200, αλλά κάνουν έντονη την εμφάνισή τους τον 13ο αιώνα. Η μετακίνηση από την καθοδήγηση του Αβικέννα σε αυτή του Αβερρόη σήμαινε την επιστροφή σε μια πιο αυθεντική, λιγότερη εκπλατωνισμένη, εκδοχή της αριστοτελικής φιλοσοφίας[12].

Η συμβολή του Ισλάμ μέσα από τις μεταφράσεις στη συνέχεια της επιστημονικής παράδοσης είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Κατά τον Lindberg «οι μουσουλμάνοι επιστήμονες επέδειξαν πρωτοτυπία και προχώρησαν σε καινοτομίες στη διόρθωση, επέκταση, διάρθρωση και εφαρμογή του υπάρχοντος πλαισίου και όχι στη δημιουργία ενός νέου»[13]. Χαρακτηριστική ήταν η παραδοχή του αλ Κίντι (πρώιμος μουσουλμάνος επιστήμονας) για το χρέος του στους αρχαίους προκατόχους του και τη συμμετοχή του σε μια συνεχιζόμενη παράδοση.

Η αναβίωση της παιδείας στη Δύση, όπως θα δούμε παρακάτω, συνδέθηκε με την επαφή της λατινικής Ευρώπης με το Ισλάμ. Η Δύση απέκτησε σταδιακά μια εικόνα του μουσουλμανικού κόσμου ως ταμιευτηρίου τεράστιου πνευματικού πλούτου. Οι Δυτικοί λόγιοι που επιθυμούσαν να αυξήσουν τον όγκο γνώσεων της λατινικής και χριστιανικής Δύσης συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να έρθουν σε επαφή με αυτούς τους πολιτισμούς[14].

Οι πρώτες μεταφράσεις των Δυτικών από τα αραβικά έγιναν στα τέλη του 10ου αιώνα και άνοιξαν την όρεξη των Ευρωπαίων για περισσότερες. Μετά την αναχαίτιση των Μουσουλμάνων στην Ισπανία κατά τον 11ο αιώνα, ένας μεγάλος όγκος βιβλίων στα αραβικά ήταν πλέον διαθέσιμος στην Δύση. Κατά τους 12ο και 13ο αιώνα ολοκληρώθηκε ένας μεγάλος αριθμός μεταφράσεων ελληνικών χειρογράφων στα λατινικά, τόσο από τα αραβικά (μέσω άλλων γλωσσών, όπως τα εβραϊκά και τα ισπανικά), όσο και απ' ευθείας από τα ελληνικά[15].


4. Χριστιανική συμβολή

Ο Χριστιανισμός στη αρχή προσέλκυσε κυρίως φτωχούς και περιθωριακούς ανθρώπους, σύντομα όμως εξαπλώθηκε στις ανώτερες και μορφωμένες κοινωνικές τάξεις. Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι η ανάγνωση και διάδοση της Βίβλου απαιτούσε στοιχειώδεις γνώσεις, με αποτέλεσμα ο χριστιανισμός μακροπρόθεσμα να υποστηρίξει την ευρωπαϊκή εκπαίδευση και να δανειστεί στοιχεία από την κλασική πνευματική παράδοση[16].

Με αυτό το γνώμονα, η δημιουργία σχολών και πανεπιστημίων ήταν αναπόφευκτη και η Εκκλησία αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους υποστηρικτές – ίσως τον κυριότερο- της επιστημονικής παιδείας[17].

Την περίοδο του πρώιμου Μεσαίωνα, η μοναστική σχολή - αγροτική είναι απομακρυσμένη από την κοσμική πραγματικότητα και αφιερωμένη σε πολύ συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς σκοπούς. Η συμβολή του θρησκευτικού πολιτισμού στην επιστημονική κίνηση εστιαζόταν στην διατήρηση και τη μετάδοση και χωρίς αυτές η Δυτική Ευρώπη δεν θα είχε περισσότερη, αλλά λιγότερη επιστήμη. Οι μονές λειτουργούσαν ως σταθμοί μετάδοσης της στοιχειώδους παιδείας και μιας ισχνής εκδοχής της κλασικής παράδοσης, η οποία περιλάμβανε την επιστήμη και την φυσική φιλοσοφία[18].

Η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών πόλεων κατά τη διάρκεια του 11ου και του 12ου αιώνα προκάλεσε την αναζωογόνηση του εκπαιδευτικού συστήματος, με τα αστικά σχολεία ποικίλων τύπων, στην πλειοψηφία τους συνδεδεμένα με τον κλήρο (καθεδρικές σχολές όπως στη γαλλική Laon το 850, η Rheims, στην οποία ο Gerbert τον 10ο αιώνα ήταν σπουδαστής και διευθυντής, σχολές στην Chartres, στην Ορλεάνη και το Παρίσι τον 12ο αιώνα, σχολεία διευθυνόμενα από τον ενοριακό κλήρο) να αναδεικνύονται σε σημαντικές εκπαιδευτικές δυνάμεις[19]. Τα σχολεία της Β. Γαλλίας, κυρίως του Παρισιού, τα παπικά ιδρύματα και τα σχολεία της Μπολόνια σηματοδοτούν την πρώτη διανοητική συστηματοποίηση πανευρωπαϊκής σημασίας, ενώ η ύπαρξη αντιθέσεών στους κόλπους τους «συντηρούσε» και τον δυναμισμό τους[20].

Από τα μοναστήρια και τα μοναστικά σχολεία που ιδρύονται στη Δυτική Ευρώπη κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα θα προέλθουν τα μεσαιωνικά πανεπιστήμια του 12ου- 13ου αιώνα και οι τεχνικές- εμπορικές καινοτομίες της ίδιας περιόδου[21].

Ο όρος «πανεπιστήμιο» χρησιμοποιείται αρχικά για κάθε ομάδα ανθρώπων με κοινό σκοπό ή λειτουργία, όπως συντεχνίες βιοτεχνών ή εμπόρων ή αυτόνομες ενώσεις ατόμων, οργανωμένες σε νομικό πρόσωπο βάσει του ρωμαϊκού δικαίου. Το πανεπιστήμιο της Μπολόνια, το πρώτο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, είχε συγκροτηθεί μέχρι το 1150, το πανεπιστήμιο του Παρισιού γύρω στα 1200, το οποίο ήταν ο φυσικός διάδοχος του καθεδρικού σχολείου της Νοτρ Νταμ και ελεγχόταν από επιτροπή του επισκόπου και το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μέχρι το 1220. Πριν την χρονολογία αυτή, η Οξφόρδη είχε ήδη σχολείο με περίπου 100 κληρικούς δασκάλους[22].

Μέχρι το 1200, τα έργα του Αριστοτέλη είναι ήδη διαθέσιμα στα πανεπιστήμια της Δύσης και η Ευρώπη “ανακαλύπτει” τον Αριστοτέλη.[23].

Ο 13ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την καθιέρωση των πανεπιστημίων, τα οποία είχαν πλέον συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών και την είσοδο του αριστοτελισμού[24]. Σημαντικοί λόγιοι της εποχής θα διδάξουν στα πανεπιστήμια αυτά τον αριστοτελισμό: ο Θωμάς ο Ακινάτης δίδαξε σε δύο περιόδους στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου έστρεψε τους θεολόγους του Πανεπιστημίου στη μελέτη των έργων του Αριστοτέλη, ώστε να μάθουν να χρησιμοποιούν αυστηρές επιστημονικές μεθόδους, που απορρέουν από τη μελέτη του φυσικού κόσμου, προκειμένου να εξηγήσουν τα μυστήρια της Αποκάλυψης. Ο Σίζερ, όντας από το 1266 δάσκαλος στο Τμήμα των Τεχνών στο ίδιο Πανεπιστήμιο, προσπάθησε να μελετήσει τον αριστοτελισμό ως φιλοσοφικό δόγμα και όχι να τον εναρμονίσει με το χριστιανισμό[25]. Στα μέσα του 13ου αιώνα τα έργα του Αριστοτέλη αποτελούν τον πυρήνα ενός νέου, εκτεταμένου προγράμματος σπουδών[26]. Οι σπουδές στηρίζονταν κυρίως στα κλασικά βιβλία, οι φοιτητές κρατούσαν σημειώσεις και στη βάση αυτών των βοηθημάτων τυπώνονταν οι διαλέξεις του καθηγητή. Τα πανεπιστημιακά αυτά βιβλία αποτέλεσαν καινοτομία του 13ου αιώνα και μια από τις σημαντικότερες λειτουργίες του πανεπιστημίου[27].

Γενικότερα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι λόγιοι του 13ου αιώνα βρέθηκαν απέναντι σε μια σημαντική πρόκληση: το νέο υλικό έπρεπε να αποκτήσει έναν ειρηνικό τρόπο συνύπαρξης με το χριστιανικό δόγμα και αντίστροφα[28]. Κατά τον Lindberg, η σύνθεση αυτή απέκτησε μια θεσμική βάση στα πανεπιστήμια και τις σχολές του Μεσαίωνα.

Η κλασική παράδοση της φυσικής φιλοσοφίας έγινε ένα από τα κεντρικά γνωστικά αντικείμενα σπουδών, που συναντούσαν όσοι ξεκινούσαν ανώτερες σπουδές[29]. Στην Οξφόρδη για παράδειγμα, δεν παρουσιάστηκαν εμπόδια στην αργή, αλλά σταθερή αύξηση της επίδρασης του Αριστοτελισμού. Στο Παρίσι, όμως, ο Αριστοτέλης αντιμετώπισε από νωρίς προβλήματα, με την κατηγορία ότι ορισμένοι καθηγητές της σχολής των τεχνών αριστοτελικού προσανατολισμού δίδασκαν τον πανθεϊσμό (σε γενικές γραμμές την ταύτιση του Θεού με το σύμπαν). Το αποτέλεσμα αυτών των κατηγοριών ήταν ένα διάταγμα το 1210 που απαγόρευε τη διδασκαλία της φυσικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη στη σχολή. [30]. Οι Πανεπιστημιακοί του Τάγματος των Τεχνών στο Παρίσι το 1272, υποχρεώνονταν να δίνουν όρκο ότι δεν θα διδάξουν οτιδήποτε φαίνεται να αγγίζει ταυτόχρονα φιλοσοφία και πίστη. Το 1277 έχουμε την καταδίκη των 219 προτάσεων από τον Tempier στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και των 30 προτάσεων στην Οξφόρδη.

Η κρίση του 1277 αποτέλεσε την κορωνίδα μιας σειράς παρεμβάσεων της Εκκλησίας καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα στα θέματα διδασκαλίας του Πανεπιστημίου[31]. Ωστόσο, παρά τις αντιδράσεις, τους φόβους και τους κινδύνους που ενείχε η αριστοτελική φιλοσοφία για την Εκκλησία, αποδείχθηκε ιδιαίτερα ελκυστική για να αγνοηθεί ή να απαγορευθεί μόνιμα[32].


5. Επίλογος

Από το 1200 ξεκινά μια λαμπρή περίοδος του Μεσαίωνα. Στην Ευρώπη φθάνει το συνολικό σώμα της ελληνικής γραμματείας μεταφρασμένο από τους Άραβες. Οι μουσουλμάνοι λόγιοι βοήθησαν στη μετάδοση των γνώσεων από τη Ρώμη στην Αναγέννηση μέσω του Μεσαίωνα.

Παράλληλα, «γεννιούνται» τα πανεπιστήμια, με την συμβολή και υποστήριξη της Εκκλησίας, προκειμένου να αφομοιωθεί όλη αυτή η αρχαιοελληνική γνώση, αλλά και να γίνει η σχολαστική μελέτη πάνω στον Αριστοτέλη. Εντός των πανεπιστημίων, οι επιστήμονες της εποχής απολαμβάνουν ελευθερία από το κεντρικό κράτος στην προώθηση των αναζητήσεών τους.

Μέρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας έρχεται «αντιμέτωπο» με την διδασκαλία της Βίβλου, αλλά παρά τις αντιδράσεις και τις απαγορεύσεις του 1277, η μελέτη του Αριστοτέλη την περίοδο του Μεσαίωνα είναι εξαιρετικά σημαντική.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2001), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α), Πάτρα: ΕΑΠ.

Lindberg D. (1997 [1992]), Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης (μτφρ. Η. Μαρκολέφας), Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ.

Grant E. (1994 [1977]), Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα (μτφρ. Ζ. Σαρίκας), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.



[1] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α), ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σελ. 29.

[2] Lindberg D., Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα, 1997 (1992), σελ. 513-514.

[3] Στο ίδιο, σελ. 517-518.

[4] Στο ίδιο, σελ. 524.

[5] Lindberg D., ό.π., σελ. 241.

[6] Στο ίδιο, σελ. 240-241.

[7] Στο ίδιο, σελ. 253.

[8] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό.π. σελ. 34.

[9] Lindberg D, στο ίδιο, σελ. 308.

[10] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., στο ίδιο, σελ. 55.

[11] ό.π., σελ. 55-56.

[12] Lindberg D, στο ίδιο, σελ. 308.

[13] Στο ίδιο, σελ. 249.

[14] Στο ίδιο, σελ. 285.

[15] Grant E., Οι Φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004, σ. 21-30.

[16] Lindberg D, ό.π., σελ. 212.

[17] Στο ίδιο, σελ. 214.

[18] Στο ίδιο, σελ. 223, 269.

[19] Στο ίδιο, σελ. 269- 271.

[20] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό.π., σελ. 63.

[21] Στο ίδιο, σελ. 51.

[22] Στο ίδιο, σελ. 89-90.

[23] Lindberg D, ό.π., σελ. 305.

[24] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό.π., σελ. 81.

[25] Στο ίδιο, σελ. 83-87.

[26] Grant, ό.π., σελ. 32.

[27]Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., στο ίδιο, σελ. 93.

[28].Lindberg D, στο ίδιο, σελ. 518.

[29] Στο ίδιο, σελ. 518- 519.

[30] Στο ίδιο, σελ. 305.

[31] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό.π., σελ. 94-95.

[32]Lindberg D, ό.π., σελ. 314.

Δεν υπάρχουν σχόλια: