Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

«Αδερφούλα μου! Γλυκιά μου Αδερφούλα! Αν ένα όνομα είναι το πιο λατρευτό και το πιο αγνό, αυτό είναι εσύ!» Λόρδος Βύρων



Η πρώτη εικόνα που έχει στη μνήμη της: η μαμά να γυρίζει στο σπίτι με έναν μπόγο τυλιγμένο σε κουβέρτα.
Οι σχέσεις τους ως παιδιά δεν ήταν δα, και οι καλύτερες, αλλά είχε την ευθύνη. «Να προσέχεις την αδερφή σου, εσύ είσαι η μεγάλη…». Η μικρή πείραζε πάντα τα πράγματά της και αυτό την ενοχλούσε. Πολύ. Εξάλλου είναι φυσιολογική η ζήλεια στα αδέρφια, έτσι λένε. Θυμάται όμως, εκεί στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού που διάβαζε το μεσημέρι με τη μαμά, να έρχεται το… ζουλάπι και να θέλει να διαβάσει και εκείνο. Κάπου εκεί εξαντλήθηκε η φιλομάθεια, γιατί όταν η μικρή πήγε σχολείο, άρχισαν τα δράματα.

Καυγάδες μπόλικοι, έπεφταν και ψιλές. Η μικρή έριχνε κυρίως, η μεγάλη φοβόταν μην την μισερώσει. Δεν θα ξεχάσει ποτέ εξάλλου εκείνο το απόγευμα που πάνω στο παιχνίδι πήγε να την πνίξει. Μέγγενη έγιναν τα χέρια της στο λαιμό της μικρής πουδεν άνοιγε. Ή που την είχε πείσει τη μικρή ότι ήταν εξωγήινος. Παιδιάστικα πράγματα… Αποσπασματικά θυμάται τον μαξιλαροπόλεμο στο διπλό κρεβάτι των γονιών, που φορούσαν τα ωραία νυχτικά της μαμάς…
Και ως έφηβοι δεν συμβάδισαν ποτέ, κι ας είχαν μόνο 3,5 χρόνια διαφορά. Η μεγάλη Γυμνάσιο η μικρή ακόμη Δημοτικό, καμία επαφή. Τα ίδια και στο Λύκειο. Δεν συναντήθηκαν ποτέ στο σχολείο.
Μεσολάβησε και ο θάνατος του πατέρα και μια ομερτά σφραγίστηκε μεταξύ μάνας και μεγάλης: να μην μάθει πολλά η μικρή για τα περασμένα, να μην πονέσει, να διαχειριστεί όσο καλύτερα γίνεται την απώλεια. Δεν ξέρει όμως, αν όντως την διαχειρίστηκε ποτέ, αν την άφησε πίσω της. Αν μεγαλώνοντας πήρε τα σωστά μαθήματα. Αλλά «ξαναζησε» την εφηβεία, μια που η… φιορούλα κέντρο διερχομένων το ‘χε κάνει το σπίτι και κάθε μεσημερο-απόγευμα παιδομάζωμα γινόταν. 

Δύσκολος χαρακτήρας η μικρή. Όσο να πεις κακομαθημένη, χαϊδεμένη. Νευρική, απότομη, μουτρού. Κριάρι με τα όλα του. Αυτό όμως που θυμάται ξεκάθαρα είναι η αντίδρασή της όταν βρήκε την μεγάλη αδερφή της κατά τα 18 στουπί λόγω χωρισμού και τα ‘βαλε με τον τότε γκόμενό της φωνάζοντάς του «τι έκανες στην αδερφή μου…».

Κάπου εκεί πρέπει να άρχισαν οι επαφές τους σαν αδερφές. Το σχολείο ήταν παρελθόν για όλους, άρχιζαν τα ζόρια της επόμενης μέρας. Δεν συμφώνησαν σχεδόν ποτέ. Η μεγάλη εξάλλου ήταν ο διαμεσολαβητής μεταξύ μάνας και μικρής. Ήταν το «καλό κορίτσι». Πρότυπο; Ανταγωνισμός; Βάρος; Δεν ξέρει πώς το έβλεπε η άλλη. Μα δεν ήθελε να είναι πρότυπο κανενός. Δεν θυμάται γιατί έγινε ένας ομηρικός καυγάς. Θυμάται όμως που της είπε «από σήμερα δεν έχω αδερφή. Για μένα δεν υπάρχεις πια…». Κλάμα και οδυρμός, μέρες πέρασαν και δεν της μιλούσε. Μπήκε η μάνα στη μέση «το μικρό έχει σκάσει, έχει μετανιώσει». Μουλαρωμένη η μεγάλη. Αιγόκερως με τα όλα του. Αν πει κάτι, τελείωσε. Νερό κι αλάτι όμως.

Σκόρπιες εικόνες, ανάλογα με τη φάση. Μια αγωνία είχε πάντα: να ‘ναι ευτυχισμένη η αδερφή της. Γιατί ένοιωθε, έβλεπε πως δεν ήταν. Στιγμιαίες χαρές, παροδικές, μα πάντα κάτι στράβωνε. Όσο κι αν το συζήτησαν, συμπέρασμα δεν έβγαλε. Δεν ήταν εύκολες οι κουβέντες μεταξύ τους. «Ανέβαιναν» οι τόνοι. 

Έτσι και το τελευταίο διάστημα. Μόνο που πια η μεγάλη αποφάσισε να σταματήσει να σιωπά, να υποχωρεί. Και πατούσε γκάζια. Μαζευόταν το άλλο, δεν ξέρει πώς της φάνηκε αυτό. Και όλο πιο πολύ ανησυχούσε γιατί η αδερφή της δεν ήταν ευτυχισμένη, δεν την ικανοποιούσε τίποτα. 

Δεν ξέρει αν ποτέ κατάλαβε πόσο την έχει ανάγκη. Αγκυροβόλι. Ποιος άλλωστε είναι ο δυνατός, ποιος ξέρει. Είναι η αδερφή της, ο άνθρωπός της, που μπορεί σε κλάσμα δευτερολέπτου να κάνει τα νεύρα της κρόσια. Τώρα πια χιλιόμετρα μακριά. Πρώτη φορά κατάλαβε τον πόνο τη θειά της: εκείνη στην Κρήτη, τα άλλα αδέρφια στην Αθήνα. Κάθε αποχαιρετισμός με μαύρα δάκρυα. Δεν υπάρχει η λογική. Κυριαρχεί το συναίσθημα.

Η αγάπη είναι δεδομένη. Μιλάει το αίμα. Μα τη θαυμάζει κιόλας. Γιατί πήρε την απόφαση τη μεγάλη, πήρε τη ζωή στα χέρια της. Ξεβολεύτηκε από τη δουλειά γραφείου στην τράπεζα. Άνοιξε τα φτερά της και όπου πετάξει. Σαν τον Γλάρο Ιωνάθαν. Και θα πετάξει ψηλά.