Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

ΕΠΟ 31-ΕΡΓΑΣΙΑ 3η- ΑΚΑΔ. ΕΤΟΣ 2006-2007

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΡΟΔΟΠΗ ΧΑΪΚΟΥ (ΑΜΦ 28236)

Θ.Ε.: ΕΠΟ 31

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 3Η

ΜΑΡΤΙΟΣ 2007


ΘΕΜΑ: «O ‘φυσικός νόμος’ αποτελεί την κεντρική έννοια της νεότερης επιστήμης: Πώς ο ορθολογισμός (νοησιαρχία) και ο εμπειρισμός αντίστοιχα, πραγματεύονται την έννοια αυτή;».

ΣΥΝΟΛΟ ΛΕΞΕΩΝ: 2.560 λ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή 2

2. Τα νέα δεδομένα που εισήγαγε η Επιστημονική Επανάσταση 3

3. Εμπειρισμός 4-5

4. Ορθολογισμός 6-7

5. Ο «φυσικός νόμος» στα δύο φιλοσοφικά ρεύματα 8-9

6.Επίλογος 10

Βιβλιογραφία 11


1. Εισαγωγή

Από τον 17ο αιώνα και μετά η φιλοσοφία χάνει την πρωτοκαθεδρία της και παρακολουθεί την επιστήμη προσπαθώντας να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με τη λειτουργία του λογικού.

Οι δύο εναλλακτικές θεωρήσεις που αναπτύσσονται την περίοδο που θα εξετάσουμε είναι ο ορθολογισμός, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ του ότι η επιστημονική αλήθεια προέρχεται από τη χρήση λογικής απαγωγής και ο εμπειρισμός που υποστηρίζει ότι η επιστημονική αλήθεια είναι η επαγωγική γενίκευση επί εμπειρικών δεδομένων. Με την παρούσα εργασία έχουμε σκοπό να εξηγήσουμε πώς οι δύο αντίπαλες θεωρήσεις πραγματεύονται τον «φυσικό νόμο» και με ποιους τρόπους αναζητούν και βρίσκουν την αλήθεια σε μια σειρά ζητημάτων για την θέση και την λειτουργία του κόσμου.

2. Τα νέα δεδομένα που εισήγαγε η Επιστημονική Επανάσταση

Οι προοδευτικές δυνάμεις του 17ου αιώνα συνειδητοποίησαν ότι οι φυσικοί φιλόσοφοι του Μεσαίωνα έσφαλαν όταν αντιμετώπιζαν τα έργα της αρχαιότητας και κυρίως του Αριστοτέλη, όπως επίσης και τη Βίβλο, ως τις πηγές της επιστημονικής γνώσης[1].

Η επιστήμη που θεμελιώνεται τον 17ο αιώνα χαρακτηρίζεται από την στροφή που κάνει προς την συστηματική ενασχόληση με την εμπειρία. Η επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη κατανοεί πλέον τη φυσική αιτιότητα διαφορετικά (απόρριψη της αριστοτελικής τελεολογίας), με τη φύση να λειτουργεί ως μηχανικό σύστημα[2].

Οι Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του Νεύτωνα χαρακτηρίζονται ως το πλέον κοσμοϊστορικό επίτευγμα της νεότερης επιστημονικής σκέψης. Στο έργο αυτό οι ανακαλύψεις των Κοπέρνικου, Κέπλερ και Γαλιλαίου ενσωματώνονται σε μια γενική θεώρηση της φύσης. Το νευτώνιο σύμπαν είναι μια μηχανή ασύλληπτου μεγέθους, της οποίας η λειτουργία κανονίζεται από μερικούς απλούς αιτιακούς νόμους. Η επιστημονική μέθοδος διεκδικεί απόλυτο κύρος και έχει κανονιστικό χαρακτήρα για τη λειτουργία του νου σε όλα τα πεδία του επιστητού. Ο Νεύτωνας επιζητούσε να τοποθετήσει τη φιλοσοφία σε μια πιο φυσιοκεντρική βάση, να κυρώσει τη φυσική εμπειρία ως μοναδικό θεμέλιο και αναφορά της γνώσης[3].

Ο Καντ με τη Γενική φυσική ιστορία και θεωρία των ουρανών, το 1755, διατυπώνει για πρώτη φορά την υπόθεση σχετικά με την καταγωγή του σημερινού σύμπαντος από ένα πρωτογενές νεφέλωμα αδιαμόρφωτης κοσμικής ύλης. Η θεμελιακή «αστάθεια του χάους» είναι η καθοδηγητική ενόραση της φυσικής φιλοσοφίας του Καντ.

Με αυτά τα δεδομένα, η φιλοσοφία παρακολουθεί την επιστήμη κατά τη διαδικασία παραγωγής αντικειμενικής αλήθειας και προσπαθεί να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ανθρώπινο λογικό. Η φιλοσοφία μετατρέπεται σε επιστημολογία, καθώς στρέφεται προς το υποκείμενο της γνώσης[4].

3. Εμπειρισμός

Για τους εμπειριστές η βασική ανθρώπινη γνώση πηγάζει από την εμπειρία και τις αισθήσεις και ταυτίζεται με τη συστηματική παρατήρηση. Το πλατωνικό και καρτεσιανό δόγμα περί «έμφυτων ιδεών» απορρίπτεται.

Η συλλογή μιας επαρκούς βάσης εμπειρικών δεδομένων καθιστά δυνατή τη θεωρητική γενίκευση, που μας δίνει την αλήθεια για τη φυσική πραγματικότητα.

Τη νέα επιστημονική εποχή εγκαινίασε ο Φράνσις Μπέικον με το ιδεώδες της εμπειρικής επαγωγής. Η μέθοδος αυτή χτίζει το γενικό (την αιτιακή εξήγηση μιας ολόκληρης κατηγορίας φαινομένων) πάνω σε ένα υπόβαθρο συγκεκριμένων και επιμέρους παρατηρήσεων[5].

Σύμφωνα με τον απλοϊκό επαγωγιστή, η επιστήμη αρχίζει με την παρατήρηση. Ο μοναδικός άμεσος τρόπος με τον οποίο μπορούν να προκύψουν τεκμηριωμένες και αποδεδειγμένα αληθείς αποφάνσεις για την κατάσταση του κόσμου ή τμήματός του είναι η χρησιμοποίηση από κάποιον απροκατάληπτο παρατηρητή, των αισθήσεών του. Οι παρατηρησιακές αποφάνσεις αποτελούν έτσι τη βάση από την οποία οφείλουν να συναχθούν οι νόμοι και οι θεωρίες που συνιστούν την επιστημονική γνώση[6].

Ο Μπέικον δεχόταν ως μια ηθική επιταγή το ότι ο άνθρωπος όφειλε να ανακτήσει την κυριαρχία του πάνω στη φύση, την οποία είχε χάσει μετά το προπατορικό αμάρτημα και την πτώση του από τον Παράδεισο. Τόνιζε με έμφαση ότι οι άνθρωποι οφείλουν να ελέγχουν και να αναδιατάσσουν τις δυνάμεις της φύσης, ώστε να βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής των συνανθρώπων τους[7]. Σύμφωνα με τον Μπέικον ο πραγματικός στόχος της διανοητικής δραστηριότητας του ανθρώπου δεν είναι η περίτεχνη διαπλοκή λέξεων, αλλά ο έλεγχος πάνω στη φύση. Η αντίληψή του αυτή συνοψίζεται στην πιο διάσημη ρήση του «Η γνώση είναι δύναμη». Η έμφαση του Μπέικον στις πρακτικές εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης βρίσκεται σε αντίθεση με την αριστοτελική θέση ότι η γνώση της φύσης είναι ένας σκοπός καθεαυτόν. Αυτή η ανάκτηση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, όπως υποστήριζε ο ίδιος, είναι δυνατή μόνο με την έρευνα, που γίνεται με πνεύμα συνεργασίας[8].

Τον 18ο αιώνα θα ερευνηθούν το ζήτημα των ορίων της ανθρώπινης γνώσης (γνωσιολογικός ρεαλισμός), η αντικειμενικότητα των εννοιών, καθώς και η έννοια της αιτιότητας.

Θεμελιωτής του εμπειρισμού είναι ο Τζων Λοκ. Ο πυρήνας της θεώρησής του είναι ότι τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με τα όρια της εμπειρίας. Υποστηρίζει ότι τίποτα δεν υπάρχει στη διάνοια που δεν υπήρχε προηγουμένως στην αίσθηση και χωρίς την καταγραφή πληροφοριών από τα αισθητήρια όργανα ο ανθρώπινος νους θα ήταν σαν άγραφο χαρτί[9].

Απορρίπτεται κατ’ αυτό τον τρόπο η καρτεσιανή άποψη των έμφυτων στο λογικό ιδεών και του πανσοφικού ιδεώδους του ορθολογισμού και προτείνεται αυτή της περιορισμένης και ελλιπούς γνώσης μας για την πραγματικότητα, η οποία ωστόσο επαρκεί για να ανταπεξέλθουμε στην πρακτική πλευρά της ζωής μας, την επιβίωση και την πρόοδό μας.

Κεντρική μεθοδολογική υπόθεση του εμπειρισμού είναι η αρχή της συνδυαστικότητας, μέσω της οποίας το λογικό παράγει προτάσεις που περιγράφουν τον κόσμο συνδυάζοντας με κατάλληλους τρόπους τις πληροφορίες που μεταφέρουν οι αισθήσεις[10]. Ο Λοκ χρησιμοποιούσε συχνά τον όρο «ιδέες» για να γεφυρώσει το επιστημολογικό χάσμα. Οι «ιδέες» μας για τα χρώματα και τις γεύσεις, και γενικότερα για την πραγματικότητα, όπως υποστήριζε, είναι τα αποτελέσματα διαδικασιών στον «πραγματικό κόσμο» των ατόμων και όχι έμφυτες, έστω κι αν δεν μπορούμε να μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτό τον κόσμο[11].

Η βασική καινοτομία του Ντέιβιντ Χιουμ ήταν η ιδέα ότι η επιστήμη δεν αναφέρεται σε πράγματα αλλά σε αλληλουχίες και ακολουθίες συμβάντων[12]. Η άρνησή από τον Χιουμ της δυνατότητας μιας αναγκαίας γνώσης της φύσης στηριζόταν σε τρεις ρητά διατυπωμένες υποθέσεις:

1. Κάθε γνώση μπορεί να υποδιαιρεθεί στις αμοιβαία αποκλειόμενες κατηγορίες: «σχέσεις των ιδεών» και «πραγματικότητα».

2. Κάθε γνώση της πραγματικότητας δίδεται και προκύπτει από τις εντυπώσεις των αισθήσεων.

3. Μια αναγκαία γνώση της φύσης θα προϋπέθετε γνώση της αναγκαίας συνάφειας των γεγονότων.

Στις «εντυπώσεις των αισθήσεων» περιλάμβανε τις επιθυμίες, τις βουλήσεις και τα αισθήματα, καθώς και τα δεδομένα των αισθήσεων της όρασης, της ακοής, της αφής και της όσφρησης[13].

Ήταν ο πρώτος στοχαστής που αποσαφήνισε το ζήτημα της αιτιότητας, στην οποία οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι είχαν ακλόνητη πίστη. Υποστήριξε ότι η αιτία δεν είναι παρά μία ανθρώπινη πεποίθηση βασιζόμενη στην συσσωρευμένη εμπειρία και ότι η ανθρώπινη αντιληπτικότητα είναι πεπερασμένη[14].

4. Ορθολογισμός

Ο ορθολογισμός εξέφρασε την φιλοσοφική άποψη που τονίζει τη δύναμη μιας a priori λογικής διαδικασίας για τη σύλληψη θεμελιωδών αληθειών για τον κόσμο.

Σε αντιδιαστολή προς τον άκρατο επαγωγισμό του Μπέικον αναπτύχθηκε ένα εναλλακτικό μεθοδολογικό πρόγραμμα με άξονα τις ιδέες του Καρτέσιου. Αφετηρία της θεωρίας του ήταν ότι τα περιεχόμενα της εμπειρίας δεν μπορούν να αποτελέσουν το θεμέλιο για την θεωρητική κατανόηση των φυσικών νομοτελειών[15].

Ο Καρτέσιος θεωρούσε τα αισθητήρια όργανα ως αναξιόπιστους μάρτυρες όσον αφορά στην υποκειμενική δομή της πραγματικότητας. Και αυτό γιατί υπάρχουν φορές που οι αισθήσεις παραπλανούν: ένα στρογγυλό νόμισμα μπορεί να φαίνεται οβάλ αν το δει κανείς από συγκεκριμένη γωνία ή οι ράγες του τρένου που μοιάζουν να συγκλίνουν σε μεγάλη απόσταση. Τέτοιες αισθητηριακές πλάνες όπως και άλλες παρόμοιες δείχνουν ότι οι αισθήσεις δεν είναι πάντα απόλυτα αξιόπιστες. Συνεπώς μοιάζει μάλλον απίθανο ο εξωτερικός κόσμος να είναι ακριβώς όπως φαίνεται[16].

Το κριτήριο για την γνώση με την αυστηρή έννοια ήταν, κατά τον Καρτέσιο, η απόλυτη βεβαιότητα για την αλήθεια των λεγομένων μας. Δεσμεύτηκε να αμφιβάλλει συστηματικά για όλες τις κρίσεις που προηγουμένως πίστευε ως αληθείς, ώστε να δει αν κάποιες από αυτές ίσχυαν πέρα από κάθε αμφιβολία. Κατέληξε λοιπόν, στο ότι πράγματι κάποιες κρίσεις ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία- το περίφημο cogito ergo sum (σκέφτομαι άρα υπάρχω)[17].

Ο άλλος μεγάλος εκπρόσωπος του ορθολογικού ρεύματος ήταν ο Λάιμπνιτζ, ο οποίος εισήγαγε την έννοια της «λογικώς αναγκαίας αλήθειας», που ορίζει ένα μηχανισμό διαχωρισμού των έλλογων από τις αυθαίρετες πίστεις[18]. Στον Λάιμπνιτζ υπάρχει μια απόλυτη παραλληλία φυσικής και μεταφυσικής, μηχανικών και τελολογικών εξηγήσεων της φύσης.

Οι ορθολογιστές πιστεύουν ότι υπάρχουν καθολικές αρχές του ορθού λόγου που μπορούν να είναι ανεξάρτητες από τη συνάφεια τους και επομένως αληθινές χωρίς κανένα περιορισμό. Η καθαρή λογική είναι ένας τρόπος να θεάται κανείς τα πράγματα από τη σκοπιά του Θεού και όχι με γνώμονα τους εφήμερους και μεταβαλλόμενους σκοπούς και ενδιαφέροντα των εμπειρικών ατόμων, υποστηρίζει ο τρίτος μεγάλος ορθολογιστής της εποχής, Βενέδικτος Σπινόζα. Ο ίδιος υποστήριξε ότι μια λογική ενόραση, όπως π.χ. το πυθαγόρειο θεώρημα, είναι «αιώνια», με την έννοια ότι από τη στιγμή που θα κατοχυρωθεί μένει για πάντα ισχυρή και αναλλοίωτη, οποιαδήποτε μεταβολή κι αν μεσολαβήσει στην φυσική ή ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων.

Οι αντιλήψεις αυτές στηρίζουν την ριζική αισιοδοξία ότι η ορθή χρήση του λογικού είναι ικανή να καταστήσει τον άνθρωπο κοινωνό όλων των αληθειών σχετικά με τη βαθιά οντολογική κατασκευή της πραγματικότητας, μέτοχο αυτής της ίδιας της σοφίας του Θεού[19].

Η κριτική περί αιτιότητας του Χιουμ φάνταζε εξαιρετικά επικίνδυνη για τον Καντ και οδήγησε στο μνημειώδες έργο του Κριτική του καθαρού λόγου με στόχο να διασώσει την αιτιότητα. Η αφετηρία της ήταν ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στην ψυχολογία και την επιστημολογία. Ωστόσο, ο Καντ δεν ήταν απόλυτα ορθολογιστής. Η καντιανή θεωρία της επιστήμης είναι μια ηρωική προσπάθεια να φονευθεί το «θηρίο» του σκεπτικισμού, χωρίς όμως να αμφισβητηθεί το εμπειρικό υπόβαθρο της γνώσης[20].

5. Ο «φυσικός νόμος» στα δύο φιλοσοφικά ρεύματα

Οι φιλόσοφοι του 17ου και 18ου αιώνα αναζητούν τις απαντήσεις σε ερωτήματα για την φύση και την θέση του ανθρώπου σε αυτή μέσα από την επιστήμη.

Τόσο οι ορθολογιστές, όσο και οι εμπειριστές έχουν ένα κοινό στόχο: την γνωστική βεβαιότητα, δηλαδή αλήθειες που είναι βέβαιες, επειδή είναι αναγκαίες.

Παρ’ όλα αυτά, οι ορθολογιστές και οι εμπειριστές διαφέρουν, τόσο όσον αφορά την πηγή της αλήθειας όσο και σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιούν για να θεμελιώσουν τη γνώση πάνω σ’ αυτές τις αλήθειες .

Οι ορθολογιστές βρίσκουν την πηγή της αλήθειας στο «λόγο», ενώ αντίθετα οι εμπειριστές βρίσκουν την πηγή της αλήθειας στα δεδομένα των αισθήσεων, στα «γεγονότα». Ο ορθολογισμός εξηγεί τον φυσικό νόμο με βάση την αρχή της αιτιότητας, ενώ στους εμπειριστές ο φυσικός νόμος σχετίζεται με την επαγωγική διαδικασία.

Ο εμπειρισμός του Χιουμ αρνήθηκε την αρχή της αιτιότητας. Η αιτιώδης σχέση των φαινομένων, όπως υποστήριξε, είναι μία πλάνη που ξεκινά από τη συνήθεια να θεωρείται γενικά ότι θα υπάρξει στο μέλλον η ίδια διαδοχική σειρά κάποιων γεγονότων. Κατά τον Χιούμ είναι πιθανολογική η ισχύς όλων των θεωρητικών γενικεύσεων για τον κόσμο και ακόμα και οι πιο στέρεες παραδοχές και του κοινού και του επιστημονικού νου δεν ξεφεύγουν από αυτόν τον κανόνα, γιατί είναι αδύνατη η αισθητηριακή επαφή με την απειρία των φυσικών πραγμάτων[21].
Για τους ορθολογιστές, η γνώση του κόσμου ενέχει αναπόφευκτα a priori αλήθειες, δηλαδή αλήθειες που είναι ουσιαστικά εγγενείς, ανεξάρτητες από συγκεκριμένες εμπειρίες και, σαν τέτοιες, δεν έχουν ανάγκη από εμπειρική επιβεβαίωση. Έτσι, οι ορθολογιστές υποστηρίζουν ότι με την καθαρή λογική μπορούμε να φτάσουμε σε ουσιαστική γνώση για τη φύση του κόσμου, μέσω της χρήσης εννοιών και προτάσεων στις οποίες η σύνδεση μεταξύ υποκειμένου και κατηγορήματος είναι αναγκαία. Το ιδεώδες των ορθολογιστών ήταν «ένα παραγωγικό σύστημα αληθειών, ανάλογο με ένα μαθηματικό σύστημα, αλλά ταυτόχρονα ικανό να αυξάνει τις πραγματολογικές μας πληροφορίες… ένα σύστημα παραγόμενων αληθειών που μπορεί να θεωρηθεί ως η αυτο-εκτύλιξη του ίδιου του λόγου (reason[22].
Η εναλλακτική παράδοση του εμπειρισμού αναπτύχθηκε ως αντίδραση στον a priori και υποκειμενικό χαρακτήρα της γνώσης του ορθολογισμού. Ο εμπειρισμός απηχεί μια εντελώς διαφορετική θεωρία της αλήθειας, σύμφωνα με την οποία το κριτήριο της αλήθειας είναι η αντιστοιχία με τα γεγονότα.

Όμως, δεν είναι όλες οι συνθετικές προτάσεις a posteriori. Ορισμένες είναι a priori, ανεξάρτητες από την εμπειρία. Έτσι, όπως πρώτος τόνισε ο Καντ, έννοιες όπως αυτή της αιτιότητας (η αλήθεια ότι κάθε συμβάν έχει μια αιτία) είναι αναγκαίες αλήθειες, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέχουν πληροφορίες για τον κόσμο, που με μια έννοια είναι ανεξάρτητες από την εμπειρία.

Ενώ οι ορθολογιστές πιστεύουν στην ύπαρξη ορισμένων καθολικών εννοιών που είναι έμφυτες σε κάθε άνθρωπο και τον οδηγούν σε μια ενορατική γνώση, οι εμπειριστές αντεπιτίθενται με την περίφημη πρόταση του Θωμά Ακινάτη «δεν υπάρχει τίποτε στο νου που να μην υπάρχει προηγουμένως στις αισθήσεις» από τις οποίες πηγάζει κάθε αποδεικτική και βέβαιη γνώση. Ήδη από τον 13ο αιώνα οι απόψεις του Ακινάτη ενίσχυαν την πεποίθηση ότι οι ανθρώπινες αισθήσεις και η ανθρώπινη νόηση δίνουν την σωστή εικόνα του κόσμου[23]. Ο Μπέικον στο έργο του Gogitata et Visa δίνει, σε μια παραστατική εικόνα, την αντιπαράθεση ορθολογισμού και εμπειρισμού: Οι ορθολογιστές είναι σαν τις αράχνες, στήνουν ιστούς που τους υφαίνουν από μέσα τους. Οι εμπειριστές είναι σαν τα μυρμήγκια, πρώτα συλλέγουν κι ύστερα χρησιμοποιούν[24].

Γίνεται ορατή, λοιπόν, η διπλή αντίθεση: ο ορθολογισμός δεν πιστεύει μόνο στην ύπαρξη ενός συστήματος καθολικών a priori ιδεών που οδηγούν στη γνώση, αλλά επίσης θεωρεί μοναδικό και αναγκαίο το σύστημα αυτό για την ερμηνεία της φύσης του κόσμου.

Ο εμπειρισμός δέχεται μόνο τα δεδομένα της εμπειρίας για τη διατύπωση μιας a posteriori βέβαιης γνώσης και αποδέχεται την πολλαπλότητα και την ποικιλία των γνώσεων και των ιδεών που επικρατούν σε διάφορες χρονικές στιγμές. Αυτή η δεύτερη ιδέα της πολιτιστικής ποικιλίας και των πολλαπλών μορφών που επιδέχεται η «αλήθεια» στην ιστορία της ανθρωπότητας, δίνει στον εμπειρισμό την έννοια του σχετικισμού. Ο σχετικισμός αμφισβητεί την παντοδυναμία της λογικής και επιδιώκει να ενσωματώσει σ' αυτήν, ως πηγές βεβαιότητας, στοιχεία που υπάρχουν ενεργά στη ζωή και στη σκέψη, αλλά ανήκουν σ' άλλες σφαίρες απ' αυτήν της καρτεσιανής λογικής: το συναίσθημα, η φαντασία, η έμπνευση, η επιθυμία, ο μυστικισμός είναι στοιχεία κατ' εξοχή ανορθολογικά που εξοβελίσθηκαν από την «καθαρή» επιστήμη, από την εποχή ακόμη της θεοκρατίας του Μεσαίωνα.

Σύμφωνα με τον Χιουμ η επιστήμη είναι θέμα καθαρά υποκειμενικό, αλλά η συλλογική μας εμπειρία έχει δομή, σταθερότητα κι επαναληπτικότητα, και αυτούς τους ρυθμούς της κανονικότητας καταγράφει η θεωρητική γνώση. Σε σχέση με την απαγωγή των ορθολογιστών, οι οποίοι βασίζονται στη λογική της απόδειξης της αλήθειας μέσω αντιθετικής προτάσεως ως ψευδούς, υποστήριξε ότι: η αλήθεια ή το ψεύδος των προτάσεων για τις σχέσεις των ιδεών εδραιώνεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε επίκληση στην εμπειρική μαρτυρία[25].

Η καντιανή θεωρία από την άλλη αποτελεί έναν συγκερασμό ορθολογισμού και εμπειρισμού. Η θεωρία της επιστήμης του Καντ βασίζεται στην ιδέα ότι η ενότητα της εμπειρίας είναι έργο της συνείδησης και ότι η γενική ενότητα της φύσης και των νόμων που τη διέπουν είναι θεμελιακή κανονιστική αρχή της επιστημονικής έρευνας[26].

6. Επίλογος

Η νέα επιστήμη του 17ου και 18ου αιώνα εξέτασε την φύση και τις φυσικές διαδικασίες απαλλαγμένη από τις «θεϊκές» παρεμβάσεις του Μεσαίωνα. Η φιλοσοφία έπαψε να αποτελεί πλέον κυρίαρχη τάση στην πνευματική δραστηριότητα των ανθρώπων. Οι φιλόσοφοι της εποχής έκαναν «στροφή» στην επιστημολογική εξήγηση ερωτημάτων όπως «Τι είναι φύση;», «Υπάρχει πραγματικά ή είναι αποκύημα των αισθητηρίων του ανθρώπου;», «Υπάρχει ακόμη κι όταν ο άνθρωπος δεν υπάρχει;». Στην προσπάθεια να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την λειτουργία του λογικού, οι φιλόσοφοι ανέπτυξαν δύο εναλλακτικές και αντίπαλες θεωρήσεις. Ο ορθολογισμός υποστήριξε ότι η επιστημονική αλήθεια προέρχεται από τη χρήση του λογικού, σύμφωνα με τη μέθοδο της λογικής επαγωγής. Εκφραστές του ήταν, μεταξύ άλλων, ο Καρτέσιος και ο Λάιμπνιτζ.

Αντίθετα, ο εμπειρισμός επιχειρηματολόγησε ότι η επιστημονική αλήθεια είναι μια επαγωγική γενίκευση πάνω σε ένα σώμα εμπειρικών δεδομένων. Ο Μπέικον αποτέλεσε τον φιλόσοφο του εμπειρισμού, ακολουθούμενος από τους Λοκ και Χιουμ.

Η θέση των φιλοσόφων δεν ήταν πάντοτε μονομερής. Έτσι, ο ιδεαλισμός του Καντ αποτέλεσε έναν συνδυασμό των δύο θεωρήσεων, στη βάση της ιδέας για μια «συνθετική εκ των προτέρων» γνώση.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βαλλιάνος Π. (2001), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β), Πάτρα: ΕΑΠ.

Losee J. (1991), Φιλοσοφία της Επιστήμης (μτφρ. Θ. Χρηστίδης), Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Chalmers A. (1996), Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; (μτφρ. Γ. Φουρτούνης), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Warburton N (1999), Φιλοσοφία. Τα Βασικά ζητήματα (μτφρ. Β. Χατζοπούλου), Αθήνα: Περίπλους.

Φωτόπουλος Τ. (1999), Περιεκτική Δημοκρατία (μτφρ. Ν. Βούλγαρης), Αθήνα: Καστανιώτης.

Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2001), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α), Πάτρα: ΕΑΠ.


[1] Chalmers A., Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; (μτφρ. Γ. Φουρτούνης), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1996, σελ. 2.

[2] Βαλλιάνος Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β), ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σελ. 41-42

[3] Στο ίδιο, σελ. 56-59.

[4] Στο ίδιο, σελ. 89.

[5] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 94.

[6] Chalmers A., ό.π., σελ. 3

[7] Losee J, Φιλοσοφία της Επιστήμης, μτφρ. Θ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 102

[8] Στο ίδιο, σελ. 103

[9] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 111-112

[10] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 112.

[11] Losee J, ό.π., σελ. 141-142

[12] Στο ίδιο, σελ. 147

[13] Στο ίδιο, σελ.148-149

[15] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 99

[16] Warburton N., Φιλοσοφία Τα βασικά ζητήματα (μτφρ. Β. Χατζοπούλου), Περίπλους, Αθήνα, 1999, σελ. 145-146.

[17] Losee J, ό.π., σελ. 106-107

[18] Βαλλιάνος Π., στο ίδιο., σελ. 105

[19] Στο ίδιο, σελ. 106

[20] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 121-122

[21] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 118-119

[22] Φωτόπουλος Τ., Περιεκτική Δημοκρατία (μτφρ. Ν. Βούλγαρης), Καστανιώτης, Αθήνα, 1999., σελ. 539

[23] Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2001), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α), ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σελ. 83

[24]www.leviathan.gr/LEV10/Χριστίνα%20ΜιχαλοπουλουΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ%20ΚΑΙ%20ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣP2.htm

[25] Losee J, ό.π., σελ. 148

[26] Βαλλιάνος Π., ό.π., σελ. 126

Δεν υπάρχουν σχόλια: