Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Λογικός θετικισμός & μεταθετικιστικά Παραδείγματα


Θ.Ε.: ΕΠΟ 12

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 3Η

ΜΑΡΤΙΟΣ 2008

Θέμα: Έως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα ο βασικός πυρήνας της επιστήμης της Γεωγραφίας είναι ο λογικός θετικισμός. Στη συνέχεια ωστόσο δημιουργήθηκαν μεταθετικιστικά Παραδείγματα που άλλαξαν τους επιστημολογικούς προσανατολισμούς της και που ταυτόχρονα ανταποκρίθηκαν σε νέες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Α) Αναλύστε τις βασικές αιτίες που οδήγησαν την επιστήμη της Γεωγραφίας στη μετάβαση από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό σε μεταθετικιστικά Παραδείγματα, τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των Παραδειγμάτων αυτών, την κριτική τους στάση απέναντι στην ποσοτική επανάσταση καθώς και τις επιπτώσεις που είχαν στην εξέλιξη της Γεωγραφίας και στις σχέσεις της με άλλες επιστήμες.
Β) Αναφερθείτε ειδικότερα στο Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης, εξηγώντας ποιες βασικές της έννοιες συνέβαλλαν στη μελέτη της κοινωνικής και χωρικής οργάνωσης στη μεταπολεμική Ευρώπη. Σχολιάστε ακόμα τις αναλυτικές δυνατότητες και τους περιορισμούς της παραπάνω προσέγγισης χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τον μεσογειακό χώρο.
Η εργασία σας θα πρέπει να είναι μεγέθους περίπου 3.000 λέξεων που θα πρέπει να κατανεμηθούν σχετικώς ισόρροπα ανάμεσα στις δυο ενότητες του θέματος.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΕΞΕΩΝ:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2
1. Τα αίτια της μετάβασης από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό στα μεταθετικιστικά Παραδείγματα 2-3
2. Πριν την καθιέρωση της Κριτικής Γεωγραφία 3-4
3. Η μετα-θετικιστική Γεωγραφία 4-5
4. Πολιτικο-οικονομική προσέγγιση 5-7
5. Χωρική διαίρεση της εργασίας 7-8
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 8
Βιβλιογραφία 9


ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Στη διάρκεια των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών του 20ου αιώνα, συντελέστηκε η ποσοτική επανάσταση, δηλαδή η έμφαση στις ποσοτικές πτυχές των οικονομογεωγραφικών φαινομένων που είχε ήδη εισαγάγει η γερμανική σχολή χωροθέτησης. (Κουρλιούρος, 2001: 53) Οι Γεωγράφοι αρχίζουν να μιλούν με όρους «επιστημονικών επαναστάσεων», Παραδειγμάτων, τα οποία σύμφωνα με τον Kuhn είναι κοσμοθεωρίες, μια σειρά από αξιώματα που ενστερνίζεται μια συγκεκριμένη επιστημονική κοινότητα, και επιστημολογιών.
Από το 1960 αναδύεται στη Γεωγραφία ένα νέο Παράδειγμα, με την υιοθέτηση του λογικού θετικισμού και την ποσοτικοποίηση της ανάλυσης. Οι Γεωγράφοι «φυσκοποιούν» τα κοινωνικά φαινόμενα με την αναπαράστασή τους σε μοντέλα και θεματικούς χάρτες, ώστε η ανάλυση αυτή να εντάσσεται στο παράδειγμα του λογικού θετικισμού.
Στην παρούσα εργασία θα αναλύσουμε πώς οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα άλλαξαν τους προσανατολισμούς της Γεωγραφίας υιοθετώντας τα μεταθετικιστικά Παραδείγματα, ώστε να ανταποκριθούν στα νέα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα. Ιδιαίτερα θα σταθούμε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όπου σηματοδοτούν την «απεμπλοκή της σύγχρονης Ανθρωπογεωγραφίας από το λογικό θετικισμό και το άνοιγμα σε έναν πολυδιάστατο χώρο σε αλληλεπίδραση με την κοινωνία» (Λεοντίδου 2005: 186).
Επίσης θα αναφερθούμε στη μετάβαση από τον κατακερματισμό της Γεωγραφίας και την πολυεπιστημινικότητα στην διεπιστημονικότητα και τη μελέτη των γεωγραφικών φαινομένων και της σχέσης χώρου και κοινωνίας μέσα από τη συνένωση επιστημών. Όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2005: 149): «η διεπιστημιονικότητα συνίσταται στη μελέτη των γεωγραφικών φαινομένων και της σχέσης χώρου και κοινωνίας μέσα από τη συνένωση επιστημών και το συνδυαμσό της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, ιστορικής και φυσικής Γεωγραφίας ως προσεγγίσεων που συνορεύουν μεταξύ τους και δεν νοείται να διαχωρίζονται».
Τέλος, θα εστιάσουμε στο Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης, η οποία αναζητά τις επιπτώσεις της παραγωγικής αναδιάρθρωσης στον γεωγραφικό χώρο.


Τα αίτια της μετάβασης από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό στα μεταθετικιστικά Παραδείγματα
Τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ολόκληρη η δεκαετία του 1970 επέφεραν μια περίοδο έντονων κοινωνικών αναζητήσεων και διεκδικήσεων, με επίκεντρο τον άνθρωπο. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε, όπως εξηγεί ο Κουρλιούρος (2007: 282): «κρίσιμα σημεία καμπής στην ιστορία της καπιταλιστικής ανάπτυξης».
Από τις διεκδικήσεις των φοιτητών και των νέων του Μάη του ’68 στο Παρίσι, στα κινήματα διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες. Ακόμη, εκδηλώθηκαν διαμαρτυρίες κατά του ρατσισμού, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων της γυναίκας μέσω του φεμινιστικού κινήματος, τα «παιδιά των λουλουδιών» κλπ.
Αλλά και οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (1973-1974 και 1978-79) και το κύμα αποβιομηχάνισης που σάρωσε σχεδόν όλες τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις και περιφέρειες των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, η διόγκωση της ανεργίας και του πληθωρισμού, μετασχημάτισαν δραματικά τη γεωγραφία της παραγωγής και της ανάπτυξης του καπιταλιστικού κόσμου.
Υπό αυτές τις τόσο έντονες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, τα όρια του μεταπολεμικού φορντιστικού-τεϊλορικού μοντέλου, το οποίο στηρίζεται στην μαζική παραγωγή με ταυτόχρονη μαζική κατανάλωση και χρησιμοποιεί τον εργάτη ως εξάρτητα της «αλυσίδας εργασίας» (ΕΜ, Λεοντίδου 2001: 53), τέθηκαν σε αμφισβήτηση. Οι αλλαγές αυτές στη χωρική οικονομία δεν μπορούσαν πλέον να γίνουν κατανοητές μέσα από το εξωκοινωνικό μοντέλο θεώρησης του «ορθολογιστή οικονομικού ανθρώπου». Απαιτούσαν νέα μεθοδολογική προσέγγιση βασισμένη σε ολιστικές κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και κριτικές ερμηνείες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στο χώρο.
Η ουσιαστική επιστημονική ρήξη με όλες τις προηγούμενες οικονομικογεωγραφικές σχολές σκέψης πραγματοποιείται τη δεκαετία του 1970, όταν αναδύεται μια ριζοσπαστική και κριτική οικονομική Γεωγραφία με βασικό σημείο αναφοράς τη μαρξιστική πολιτική οικονομία και με συγγενείς πριοσδιοριοστικούς τίτλους όπως ριζοσπαστική ή κριτική σχολή. (Κουρλιούρος, 2001: 56), παράλληλα με το κίνημα για κοινωνική συμβολή που κέρδιζε έδαφος ανάμεσα στους νεαρούς γεωγράφους. Η ανάγκη να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο ανθρώπινος παράγοντας και να μελετηθεί η αλληλεξάρτηση της κοινωνίας, των φυσικών συνθηκών και του χώρου οδήγηση στην ανάπτυξη νέων εναλλακτικών Παραδειγμάτων.
Η χωροθέτηση δεν αποτελεί πλέον το αποκλειστικό αντικείμενο και οι ποσοτικές μέθοδοι έρευνας συμπλέουν σε πολλές περιπτώσεις με τις ποιοτικές. Μετά την κοινωνική και οικονομική «επανάσταση» της δεκετίας του 1970 θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η οικονομική γεωγραφία επεδίωκε «πέρα από τη μέτρηση και περιγραφή των ποσοτικών πτυχών των οικονομογεωγραφικών φαινομένων, την ανάλυση και κατανόηση βαθύτερων αιτίων». (Κουρλιούρος, 2001: 49-50).
Μέχρι τη δεκαετία του 1960 ο θετικισμός επέβαλλε στη Γεωγραφία τη μονοδιάστατη οπτική, την πολυεπιστημονικότητα και τον κατακερματισμό.
Για τη νέα κριτική Γεωγραφία η κατανόηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και της συγκρότησης του χώρου θεωρούνται αλληλένδετα. Η γεωγραφία, όπως έχει υποστηρίξει η Λεοντίδου (2001: 59): «περνά από την ανάλυση του χώρου, στην ανάλυση των φαινομένων στο χώρο και στη διεπιστημονική θεώρηση των φαινομένων του χώρου». Με την υιοθέτηση της διεπιστημονικότητας κατορθώνει η μεταθετιστική Γεωγραφία να ολοκληρώσει τη μελέτη σύνθετων φαινομένων, όπως η μετανάστευση, η άνιση ανάπτυξη κλπ.


Πριν την καθιέρωση της Κριτικής Γεωγραφίας
Πρωτού ωριμάσουν τα μετα-θετικιστικά Παραδείγματα, προηγήθηκε μια μερική απαγκίστρωση από το θετικισμό, όταν κάποιοι γεωγράφοι ήδη από το 1960 μίλησαν για κοινωνικές αξίες και ιδεολογία. Ανοίγοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο τον δρόμο, λίγο πριν την επικράτηση της Κριτικής Γεωγραφίας, οι γεωγράφοι στα μέσα της δεκαετίας του ’60 οδηγήθηκαν στη συγκρότηση πολλών μεταβατικών Παραδειγμάτων, όπως η Συμπεριφορική, η Ανθρωπιστική, η Φιλελεύθερη και η Ριζοσπαστική ή και Μαρξιστική Γεωγραφία. Τα εν λόγω Παραδείγματα υποστήριζαν ότι ο ανθρώπινος παράγοντας και η αντίληψη αποτελούν μια σοβαρή μεταβλητή που αξίζει να ληφθεί υπόψη, αν και μόλις τη δεκαετία του 1970 έγινε αποδεκτή ως έγκυρη η στροφή προς τον ανθρωπισμό. Σύμφωνα με την Λεοντίδου (2001: 62) «όλες αυτές, πλην της Συμπεριφορικής Γεωγραφίας, αντιμετώπισαν κριτικά την Ποσοτική επανάσταση και τον θετικισμό».
Η Συμπεριφορική Γεωγραφία κινείται στο πλαίσιο του θετικισμού, αλλά διαφοροποιείται κατάτι από την Ποσοτική Γεωγραφία προτείνοντας τον «κοινωνικό άνθρωπο» στη θέση του «οικονομικού ανθρώπου».
Η Ανθρωπιστική Γεωγραφία απορρίπτει τον ντετερμινισμό του θετικισμού και προβάλλει την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Και οι δύο στρέφουν το ενδιαφέρον τους στον παράγοντα άνθρωπο, σε αντίθεση με τη Φιλελεύθερη και την Ριζοσπαστική, οι οποίες δίνουν έμφαση στις ευρύτερες οικονομικές κοινωνικές δομές. Η Λεοντίδου (2001: 65) σημειώνει σχετικά: «τόσο η Ριζοσπαστική όσο και η Φιλελεύθερη Γεωγραφία έχουν ως επίκεντρο της ανάλυσής τους τις κοινωνικές ανισότητες και την προσπάθεια άμβλυνσής τους μέσα από ενεργή πολιτική συμμετοχή και δράση. Βασική διαφορά μεταξύ των δύο είναι η μορφή της πολιτικής δράσης που προτείνουν».
Η Φιλελεύθερη Γεωγραφία περιορίζεται στον χώρο της κατανάλωσης και της κοινωνικής αδικίας, παραπέμποντας έτσι σε «διορθωτική» πολιτική δραστηριότητα. Η Ριζοσπαστική Γεωγραφία, αντίθετα, κάνει κριτική στον διαχωρισμό παραγωγής και κατανάλωσης, ενώ παράλληλα τονίζει και τον πολιτικά αντιδραστικό χαρακτήρα του διαχωρισμού των ατόμων σε παραγωγούς και καταναλωτές.


Η μετα-θετικιστική Γεωγραφία
Η σύγχρονη κοινωνικο-γεωγραφική προσέγγιση, σύμφωνα με τον Χωριανόπουλο, διαμορφώθηκε τις δεκαετίες 1980-1990 σε μια προσπάθεια επανεκτίμησης και ελέγχου των παγιωμένων κοινωνικών κατηγοριών υπό το πρίσμα της διεπιστημονικότητας. Η μετα-θετιστική Γεωγραφία, η οποία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, από τη δεκαετία του 1990 που παρουσιάσθηκε εκφράστηκε μέσα από τρία ρεύματα:
1) το Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης, όπου δίδεται έμφαση στις κοινωνικές-οικονομικές δομές και τονίζεται η σημασία της οικονομικής αναδιάρθρωσης στην συγκρότηση του χώρου.
Η πολιτικοοικονομική προσέγγιση βασίζεται στον κριτικό ρεαλισμό και στη θεωρία της ρύθμισης (Λεοντίδου 2001: 69).
Στο πλαίσιο του νέου κριτικού ριζοσπαστικού γεωγραφικού Παραδείγματος, όπως υποστηρίζει ο Κουρλιούρος (2001: 97-98) «τα εννοιολογικά όρια ανάμεσα στην οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική Γεωγραφία τείνουν να αλληλοκαλύπτονται». Γι’ αυτό και η νέα κριτική ριζοσπαστική Γεωγραφία ήταν το πρώτο μεταθετικιστικό Παράδειγμα που εισήγαγε μια διεπιστημονική κατανόηση του χώρου, μια «συνθετική συνεύρεση του οικονομικού με το κοινωνικό, το πολιτικό και το πολιτιστικό επίπεδο της χωρικής ανάπτυξης και αλλαγής», καταλήγει ο ίδιος.
2) «Πολιτιστική στροφή» – Μεταμοντέρνα Γεωγραφία. Στο Παράδειγμα αυτό δίνεται έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα, τονίζεται η πολιτισμική ταυτότητα και η διαφορετικότητα και τίθεται για πρώτη φορά το θέμα του διαχωρισμού του «πολιτιστικού» από το «πολιτισμικό», όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2001: 71-72). Η πολιτιστική στροφή οφείλεται στις παγκόσμιες γεωπολιτικές αλλαγές και στη διαπίστωση νέων αντιθέσεων και συγκρούσεων οι οποίες τονίζουν την πολιτισμική ταυτότητα που διαφοροποιείται ως ένα βαθμό από τις μέχρι τώρα κοινωνικές διαστάσεις: φυλή, θρησκεία, εθνικότητα, κ.λπ. Ο Χωριανόπουλος (2007: 156) αναφέρει ότι «υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων (της τάξης, του φύλου και της φυλής) αλλά και κοινωνικών ομάδων (μετανάστες, νοικοκυρές, παραβατικοί έφηβοι, ανύπαντρες μητέρες, μουσουλμάνοι, μειονότητες, εργάτες, προλετάριοι κ.ά) που προσδιορίζουν ως ουσιώδη και τα υποκείμενα των ομάδων αυτών».
Και στα δύο Παραδείγματα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οριστικοποιείται η μετάβαση από την πολυεπιστημονικότητα στη διεπιστημονικότητα, καθώς η κοινωνική, ιστορική, πολιτική και οικονομική Γεωγραφία συνενώνονται με σκοπό τη μελέτη της άνισης ανάπτυξης και ειδικότερα της χωρικής διαφοροποίησης σε διεθνές, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Χαρακτηριστικά ο Κουρλιούρος (2001: 105) σημειώνει ότι «οι ερευνητικοί προσανατολισμοί της κριτικής οικονομικής Γεωγραφίας κατά τη δεκαετία του 1990 επιβεβαιώνουν τη τάση διεπιστημονικής σύνδεσης των οικονομικών και των πολιτιστικών πτυχών των γεωγραφικών φαινομένων, μια τάση που έχει αποκληθεί «πολιτιστική στροφή». Σε κάθε περίπτωση και όπως μπορεί κανείς εύλογα να αντιληφθεί, η διεπιστημονικότητα δεν ήταν ευπρόσδεκτη από τους θετικιστές γεωγράφους, οι οποίοι προέβαλαν σθεναρή αντίσταση και επέμεναν να κατακερματίσουν την επιστήμη τους. Ωστόσο, η Λεοντίδου (2005: 152) καταγράφει και μια αρνητκή πλευρά της διεπιστημονικότητας σήμερα «που έχει διαδοθεί παντού». Με το πρόσχημα της διεπιστημονικότητας μπορεί κανείς να εξέλθει από την επιστημονική αναζήτηση προς τον εκλεκτικισμό, την περιγραφή και την παρουσίαση συλλογής δεδομένων.
3) Οικο-Γεωγραφία, όπου η έννοια του χώρου διευρύνεται για να συμπεριλάβει την φύση. Συνενώνονται και συνδυάζονται ακόμα και οι ίδιες οι Γεωγραφίες (π.χ. Φυσική Γεωγραφία και Ανθρωπογεωγραφία) προκειμένου να γίνει δυνατή η μελέτη και της τοπικής όσο και της διεθνούς χωρικής διαφοροποίησης (Λεοντίδου 2005 :204).


Πολιτικο-οικονομική προσέγγιση
Η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση που εξετάζουμε στην παρούσα ενότητα, αναζητά τις επιπτώσεις της παραγωγικής αναδιάρθρωσης στο γεωγραφικό χώρο. Η Λεοντίδου (2005: 239-240) επισημαίνει ότι «υιοθετώντας την επιστημολογία του κριτικού ρεαλισμού, καθώς και τη θεωρία της ρύθμισης, η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση στη Γεωγραφία ερμηνεύει τα τοπία που δημιουργούνται από διαδοχικές μεταβολές καθεστώτων συσσώρευσης σε μια νέα προσέγγιση στην ερμηνεία της άνισης ανάπτυξης που αποκρυσταλλώθηκε τη δεκατία του 1980».
Σύμφωνα με τη θεωρία της ρύθμισης, η οικονομική αναδιάρθρωση συμπαρασύρει και άλλες αναδιαρθρώσεις, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές. Υπό αυτό το πρίσμα, η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση στη Γεωγραφία αν και δίνει πάλι προτεραιότητα στις οικονομικές διαδικασίες, εισάγει τώρα και πολιτικές διαστάσεις μέσω της θεωρίας της ρύθμισης: η δομή ξανασυναντιέται με τον ανθρώπινο φορέα.
Ο φορντισμός εισήλθε από την περίοδο του 1970 σε μια παρατεταμένη κρίση, αναδιάρθρωση και γεωγραφική αναδιάταξη. «Ο φορντισμός συνδέθηκε άρρηκτα με τη γεωγραφική ανισότητα, δηλαδή με την κυριαρχία μεγάλων αστικών βιομηχανικών συμπλεγμάτων, τα οποία δημιουργούσαν μια αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική άνισης ανάπτυξης του χώρου», όπως υπογραμμίζει ο Κουρλιούρος (2001: 204).
Η εμφάνιση της ευέλικτης συσσώρευσης, εμπνευσμένη από την ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία Toyota, στηρίχτηκε στη λογική της κατα παραγγελίας «παραγωγής τότε που χρειάζεται» σε αντιδιαστολή με το φορντικό μοντέλο «παραγωγής για όταν χρειαστεί» (Λεοντίδου 2001: 69), με αυξημένες δυνατότητες ώστε να προσαρμόζονται οι διαδικασίες παραγωγής ανάλογα με τη ζήτηση, χωρίς να έχει επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι το φορντικό μοντέλο εγκαταλήφθηκε, καθώς ακόμη και σήμερα πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι χαρακτηρίζει αρκετούς κλάδους παραγωγής.
Η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση στη Γεωγραφία προσφέρει μια νέα οπτική στο Παράδειγμα του κριτικού ρεαλισμού: την ανάλυση της χωρικής διαίρεσης (ή τους χωρικούς καταμερισμούς εργασίας). Η κυριότερη συνεισφορά των θεωριών της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης εντοπίζεται στην ανάλυση και την ερμηνεία των τόπων. Η χωρική διαίρεση της εργασίας μεταβάλλεται ή αλλιώς οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης και παραγωγής δημιουργούν νέα χωροθέτηση της εργασίας (Λεοντίδου 2005: 244).
Την περίοδο αυτή διαπιστώνουμε ότι χρησιμοποιούνται βιοτεχνικές μορφές εργασίας σε μικρές μονάδες, διαδίδεται η κατ’ οίκον εργασία και η υπεργολαβία (Λεοντίδου 2005: 241). Αυτές οι μορφές απασχόλησης επιβιώνουν ακόμη και σήμερα στις Μεσογειακές χώρες, αλλά και την Ανατολική Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην ΕΕ των 25 σε αδήλωτη-μαύρη εργασία, σε πσοστό που φτάνει το 20% του ΑΕΠ.
Αυτές οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δεν συνδέονται πλέον με την προβιομηχανοποίηση και τις χειρωνακτικές μορφές παραγωγής, αλλά με την τεχνολογία, η οποία μπορεί να χωροθετήσει διαφορετικά την εργασία και την παραγωγή. Όπως σημειώνει στο Εγχειρήδιο Μελέτης η Λεοντίδου (2001: 69-70), «η ανάγκη για χωροθέτηση σε μεγάλα αστικά συγκροτήματα για την άντληση πολυάριθμου εργατικού δυναμικού ατονεί και η παραγωγή αποκεντρώνεται». Ενδεικτικά, οι πρώτες πόλεις που αποβιομηχανοποιήθηκαν στην Ελλάδα ήταν η Αθήνα (έχασε την Πυρκάλ και τις βιομηχανίες ενδυμάτων προς τα Βαλκάνια) και η Θεσσαλονίκη, ακολούθησε η Πάτρα κλπ. Στον αντίποδα διογκώθηκε η άτυπη οικονομία, η διάχυτη εκβιομηχάνηση, αλλά και η ευέλικτη συσσώρευση (Λεοντίδου 2005: 250). Η Ιταλία χαρακτηρίστηκε από την πόλωση Βορρά – Νότου και την άνιση ανάπτυξη της δεκαετίας του 1950. Δύο δεκαετίες μετά το τοπίο άλλαξε: από τους εργατικούς αγώνες στις πόλεις του Βορρά το 1969, μεγάλες επιχειρήσεις, ακόμα και η Fiat, αποκέντρωσαν την παραγωγή τους στις βιοριοανατολικές και κεντρικές περιοχές της χώρας, όπου οι εργαζόμενοι δεν ήταν συνδικαλισμένοι. Άλλες επιχειρήσεις, όπως η Benetton, ακολούθησαν εξαρχής την ευέλικτη αποκεντρωμένη παραγωγή.
Παράλληλα και λόγω της εξάπλωσης της Πληροφορικής δημιουργούνται νέες απασχολήσεις. Δίπλα στους παραδοσιακούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας (πρωτογενή, δευτερογενή, τροτογενή) αναπτύσσεται και ένας τέταρτος που περιλαμβάνει πιο εξειδικευμένες υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης, διοίκησης επιχειρήσεων κλπ. Η Λεοντίδου (2005: 242) εξηγεί ότι «ο τεταρτογενής τομέας δεν εστιάζει στην μεταφορά αγαθών ή ανθρώπων, αλλά πληροφοριών και απαρτίζεται από επαγγέλματα που σχετίζονται με την συλλογή, επεξεργασία και διάδοση πληροφοριών». Η νέα γενιά επαγγελματιών χρησιμοποιεί τις ψηφιακές επικοινωνίες, δεν περιορίζεται γεωγραφικά ως προς την έδρα των δραστηριοτήτων της, την αγορά που απευθύνεται ή η αναζήτηση πρώτων υλών. Ως αποτέλεσμα είναι η αναδιάταξη της παγκόσμιας οικονομίας: υπάρχουν πλέον περιφέρειες που συγκεντρώνουν τον τεταρτογενή τομέα και την πληροφορική, σε περιοχές που παραμένουν εξαγωγείς πρώτων υλών και σε περιοχές που είναι αναπτυσσόμενες, οι οποίες παράγουν ή συναρμολογούν και εξάγουν προϊόντα, οι οποίες αξιοποίησσαν την αγορά και το άφθονο και φθηνό εργατικό δυναμικό τους στο καθεστώς της ευέλικτης συσσώρευσης: Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Κίνα κλπ.
Τέτοιες κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις γέννησαν την ανάγκη μελέτης, ανάλυσης και καταγραφής του ρόλου της κοινωνίας και της οικονομίας όχι μόνο σε παγκοσμιοποιημένο επίπεδο, αλλά σε εθνικό και τοπικό, δίνοντας έμφαση και στην ενδεγενή ανάπτυξη, όπως το καταγράφει η Λεοντίδου: «η πολιτικο-οικονομική προσέγγιση ερμηνεύει τα τοπία που δημιουργήθηκαν μετά την κρίση του φορντισμού και την εξάπλωση των μεταφορντικών καθεστώτων συσσώρευσης και σχέσεων εργασίας όλο και ευρύτερα, από τους μικρούς τοπικούς θήλακες μέχρι το διεθνή χώρο».
Τα νέα μεταφορντικά τοπία χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με τη Λεοντίδου (2001: 70-71) από τη γεωγραφική επανασυγκέντρωση (επανεμφάνιση βιομηχανικής περιοχής μακριά από τις ζώνες της φορντικής βιομηχανίας), την αποκέντρωση του πληθυσμού και των παραγωγικών δραστηριοτήτων από μητροπολιτικές σε επαρχιακές περιοχές (απο-πόλωση σε συνδυασμό με απο-αστικοποίηση) και τη διαφοροποίηση των τόπων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης ανάλογα με την ιδιαίτερη ιστορία τους, που θεωρητικοποιείται σαν ενός τύπου ιστορικές στρώσεις. Οι στρώσεις αυτές, εναποτίθενται στον κάθε τόπο και αλληλεπιδρούν με επόμενες στρώσεις για να δημιουργήσουν την τοπική ιδιομορφία (Λεοντίδου 2001: 70).


Χωρική διαίρεση της εργασίας
Οι αλλαγές του αστικού και περιφερειακού χώρου καταλύουν σταδιακά την πιο γνωστή χωρική οργάνωση της βιομηχανίας: την ολοκληρωμένη παραγωγή σε ένα εργοστάσιο, την αυτόνομη επιχείρηση που χωροθετείται σε μια περιφέρεια, τη συγκεντρωμένη παραγωγή της εποχής του φορντισμού. Όπως μας εξηγεί η Λεοντίδου (2005: 244) «πρόκειται για επιχειρήσεις που συγκεντρώνουν ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής σε μια γεωγραφική περιφέρεια ή πόλη, μαζί με όλο το εργατικό δυναμικό, όλη τη διαχειριστική ιεραρχία και όλο τον καταμερισμό εργασίας στη διαδικασία παραγωγής».
Καθώς όμως, οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες βαίνουν προς τα καθεστώτα ευέλικτης συσσώρευσης, δημιουργείται μια νέα χωρική διαίρεση της εργασίας. Η παραγωγή αποκεντρώνεται, τα εργοστάσια μπορούν να αποσπαστούν από τους μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους, ενώ στη επιχείρηση μεταξύ της σύλληψης και της εκτέλεσης δημιουργείται ένα ενδιάμεσο στάδιο ειδικευμένης χειροτεχνικής ή εργοστασιακής παραγωγής, που απαιτεί ειδικευμένη εργασία. Η Λεοντίδου σημειώνει ότι πρόκειται για μια νέα διαχειριστική ιεραρχία μέσα στη δαδικασία παραγωγής.
Ως αποτέλεσμα της νέας αυτής εξέλιξης είναι οι διαδικασίες που δεν απαιτούν ειδικευμένη εργασία να αποκεντρώνονται πρώτα προς εσωτερικές περιφέρειες του καπιταλιστικού κέντρου, έπειτα προς την αμέσως εξωτερική περιφέρεια (π.χ. μια γειτονική χώρα) και τελικά προς μεγαλύτερη ακτίνα. Αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι να εμφανίζεται εκβιομηχάνιση σε υπανάπτυκτες χώρες, όπυ η εσωτερική αγορά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο (π.χ. Κίνα, Ταιβάν κλπ.). Αυτοί που ασχολούνται με την έρευνα και την ανάπτυξη βρίσκονται στο άλλο άκρο και αν και δεν ασκούν εξουσία σε άλλους εργαζόμενους, ελέγχουν τις δικές τους εργασιακές συνθήκες. Αυτός το καταμερισμός εργασίας δεν συνεπάγεται αυτόματα και γεωγραφικό διαχωρισμό, όπως αναφέρει η Λεοντίδου (2005: 246), αλλά στο τομέα των τεχνολογιών υπάρχει αλληλεξάρτηση του τεχνικού καταμερισμού της εργασίας με κάποια χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού που απαιτεί το κάθε στάδιο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η πορεία της Γεωγραφίας τον 20ο αιώνα ήταν περιπετειώδης, καθώς θεωρίες και Παραδείγματα έγιναν αντικείμενο κριτικής, αμφισβητήθηκαν και εναλλάχθηκαν ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν στον κόσμο.
Το σημείο αφετηρίας της μετάβασης στη νέα Γεωγραφία, την κριτική και ριζοσπαστική θεώρηση της επιστήμης, ήταν η δεκαετία του 1970 με την πολιτιστική και κοινωνική στροφή στην σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης και την αλληλεπίδρασή της με το χώρο. Παρακολουθήσαμε πώς από την ποσοτική επανάσταση και τον λογικό θετικισμό αναπτύχθηκαν τα μεταβατικά Παραδείγματα και στη συνέχεια οδηγηθήκαμε στα μεταθετικιστικά Παραδείγματα. Διαπιστώσαμε ότι η σχέση κοινωνίας και χώρου είναι αμφίδρομη και δυναμική, καθώς οι δραστηριότητες στο χώρο είναι αποτέλεσμα των κοινωνικών διαδικασιών, αλλά ταυτόχρονα οι ίδιες δραστηριότητες επηρεάζουν τον τρόπο διαμόρφωσης και ανάπτυξης του περιβάλλοντος χώρου.
Παράλληλα η ίδια η Γεωγραφία δεν παρέμεινε ασύνδετη με τις υπόλοιπες επιστήμες, ενώ ο κατακερματισμός της μέχρι και τη δεκαετία του 1950 έδωσε τη θέση του στη διεπιστημονικότητα. Αποτέλεσμα, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, και κυρίως την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, τα όρια ανάμεσα στην οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική Γεωγραφία τείνουν να αλληλοκαλύπτονται.
Η ανάδυση της κριτικής οικονομικής Γεωγραφίας αποτέλεσε σημείο καμπής του 20ου αιώνα και από την ποσοτικοποίησή της μέχρι περίπου τα μισά του αιώνα (ακολουθώντας το μοντέλο του φορντικού βιομηχανικού καπιταλισμού) μετεξελίχθηκε με ριζοσπαστικές δομές.
Στο Παράδειγμα της πολιτικο-οικονομικής προσέγγισης διαπιστώσαμε ότι οριστικοποιήθηκε η διεπιστημονικότητα στη Γεωγραφία, προκειμένου να μελετηθεί, να αξιολογηθεί και να αναλυθεί η σχέση χώρου-κοινωνίας.
Από την μελέτη μας ένα είναι βέβαιο ότι διαπιστώσαμε: η νέα Γεωγραφική σκέψη ακόμη εξελίσσεται...



Βιβλιογραφία

Λεοντίδου, Λ. & Σκλιάς, Π. 2001. Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης. ΕΑΠ, Πάτρα

Λεοντίδου, Λ. 2005. Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στις Επιστημολογικές Διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Κουρλιούρος, Η. 2001. Διαδρομές στις Θεωρίες του Χώρου: Οικονομικές Γεωγραφίες της Παραγωγής και της Ανάπτυξης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Τερκενλή Θ., Ιωσηφίδης, Θ., Χωριανόπουλος, Ι. (επιµ.), 2007. Ανθρωπογεωγραφία: Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα

Κουρλιούρος, Η. 2007. Οικονομική γεωγραφία: Επιστημολογικές Τομές και Κριτικές Αντιπαραθέσεις. Στο Τερκενλή Θ., Ιωσηφίδης, Θ., Χωριανόπουλος, Ι. (επιµ.), 2007. Ανθρωπογεωγραφία: Άνθρωπος, Κοινωνία και Χώρος. Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, σελ. 276-302

Δεν υπάρχουν σχόλια: