Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας 17ος-19ος αιώνας


Θ.Ε.: ΕΠΟ 12

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2Η

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΕΡΩΤΗΣΗ: «Ποιες ήταν οι προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη και πώς η συγκρότηση και ανάπτυξή τους διευκόλυνε την επερχόμενη Βιομηχανική Επανάσταση; Ειδικότερα αναφερθείτε στη γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας σε περιοχές της Ευρώπης και στους διάφορους τύπους οικισμών από το 17ο μέχρι το 19ο αιώνα».





ΣΥΝΟΛΟ ΛΕΞΕΩΝ: 1.995








ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με την παρούσα εργασία έχουμε στόχο να παρουσιάσουμε τη γεωγραφική κατανομή της μεταποιητικής δραστηριότητας στην Ευρώπη από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα και να εξηγήσουμε πώς διευκόλυνε την επερχόμενη Βιομηχανική Επανάσταση (1750-1914).
Αρχικά θα καταγράψουμε τις προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη την εξεταζόμενη περίοδο, από την οικοτεχνία, στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και των πρώτων μονάδων κυρίως στις αγροτικές περιοχές και σε τόπους που ήταν πρόσφοροι σε πρώτες ύλες. Στη συνέχεια θα δούμε πώς εξελίχθηκε η βιοτεχνική παραγωγή μέσα από τα εργοστάσια την περίοδο του άνθρακα (18ος αιώνας) μέχρι τα πρώτα βήματα της Βιομηχανικής Επανάστασης το 1750 και το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων το 1815.
Παράλληλα, θα εξετάσουμε τις οικιστικές αλλαγές που συντελέστηκαν, με την μετανάστευση των πληθυσμών από τις αγροτικές τοποθεσίες στην βιοτεχνία που δημιουργήθηκε στις μικρές πόλεις και στη συνέχεια στη βιομηχανία των αστικών κέντρων και μεγαλουπόλεων, ακολουθώντας κάθε φορά τις εξελίξεις που επέφεραν τα τεχνολογικά επιτεύγματα, οι νέες μορφές παραγωγής, το αυξανόμενο εμπόριο κλπ.


Η μεταποίηση την περίοδο του 17ου – 19ου αιώνα
Τον 17ο αιώνα καταγράφεται παρακμή στις παραδοσιακές βιοτεχνικές χώρες, όπως η Ιταλία και στις πόλεις του Βορρά, ενώ στις νότιες Κάτω Χώρες η πτώση της παραγωγής είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Το λιμάνι της Αμβέρσας είχε κλείσει και η υφαντουργική βιομηχανία είχε καταστραφεί λόγω των ισπανικών πολέμων. Αντίθετα, άρχισε η βιοτεχνική εξάπλωση στην Αγγλία, η οποία επεκτάθηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα σε ένα μεγάλο μέρος της Ηπειρωτικής Ευρώπης, ενώ στη Γαλλία υπήρξε σημαντική ανάπτυξη της βιοτεχνίας τη δεκαετία του 1740 (Pounds 2001: 101). Η βιοτεχνική μονάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πρώιμη μορφή του εργοστασίου και αποτελεί τη σημαντικότερη εξέλιξη στη βιομηχανία της εποχής (Σκλιάς 2001: 232). Η χρήση της ξεκίνησε από τη Βρετανία λόγω της θέλησης της κοινωνία να αποδεχτεί τέτοιου είδους αλλαγές και της καταναλωτικής δυνατότητας των Βρετανών, οι οποίοι μπορούσαν να προωθήσουν τα προϊόντα τους στις αποικίες (Pounds 2001: 104).
Από τα τέλη του 17ου αιώνα καταγράφεται η τάση οργάνωσης της βιοτεχνικής παραγωγής στα εργοστάσια, αν και η οικοτεχνία διατηρήθηκε μέχρι και το 19ο αιώνα. Τα πλεονεκτήματα του εργοστασίου έναντι του παλαιού συστήματος ήταν περιορισμένα και εστιάζονταν στην τυποποιημένη ποιότητα και την πειθαρχία των εργαζομένων. Η ειδοποιός διαφορά ήταν όταν χρησιμοποιούνταν οι μηχανές.
Η ύπαρξη βιοτεχνικών μονάδων στις αστικές περιοχές ήταν κάπως περιορισμένη γιατί οι μηχανές βάσιζαν τη λειτουργία τους στο νερό. Σε μη αστικές περιοχές, όπου υπήρχαν υδάτινοι πόροι, λειτουργούσαν περισσότερες μονάδες, οπότε συμπεραίνουμε ότι τα πρώτα εργοστάσια ήταν αγροτικά (Pounds 2001: 103). «Ως το 1760 οι δύο βασικές μεταποιητικές δραστηριότητες στη Βρετανία, υφαντουργία (και κυρίως η εριουργία) και μεταλλουργία βρίσκονται κοντά στις πρώτες ύλες», όπως διαπιστώνουν οι Bernstein & Milza (1994: 443). Η υφαντουργία αναπτύχθηκε κοντά στις περιοχές της προβατοτροφίας (νοτιοδυτική χώρα, ανατολική Αγγλία γύρω από το Νόρθγουιτς και Γιόρκσερ γύρω από το Μπράντφορντ).
Κατά την προβιομηχανική περίοδο η αγροτική βιοτεχνία είχε σημαίνοντα ρόλο έναντι της αστικής. Στις πόλεις οι συντεχνίες επέβαλλαν περιορισμούς στους βιοτέχνες, ενώ το αγροτικό εργατικό δυναμικό ήταν φθηνότερο. Λίγες πόλεις, όπως η Λιλ, κατάφεραν να σπάσουν τις αστικές παραδόσεις και να δημιουργήσουν μαζικά και φθηνότερα προϊόντα, ανταγωνιζόμενες τους εργάτες της επαρχίας (Pounds 2001: 104).
Η μεταλλουργία εγκαταστάθηκε στον τόπο εξόρυξης των μεταλλευμάτων (Κορνουάλη για τον χαλκό και τον κασσίτερο) ή κοντά σε δάση, τα οποία αποτελούσαν πηγές καυσίμου. Η ανάγκη για εξεύρεση πρώτης ύλης και ιδιαίτερα ξυλάνθρακα ήταν αυτή που ώθησε στην αύξηση της παραγωγής σιδήρου σε Σουηδία και Ρωσία, ενώ η αντικατάσταση του κάρβουνου με άνθρακα επιτεύχθηκε το 1709 στην Αγγλία (Σκλιάς 2001: 229).
Τον 18ο αιώνα η παραγωγή άρχισε να εξαρτάται από τον άνθρακα, με αποτέλεσμα τα εργοστάσια να στραφούν στη δύναμη του ατμού, δίνοντας τέλος στην εξάρτησή τους από τα υδάτινα ρεύματα. Το θεμελιώδες επίτευγμα της Βιομηχανικής Επανάστασης, η ατμομηχανή επέλυσε το ζήτημα της εξεύρεσης ενέργειας και οι μονάδες συγκεντρώθηκαν στις περιοχές όπου τα κοιτάσματα άνθρακα ήταν πλούσια. Νέα εργοστάσια κατασκευάστηκαν, η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε και ο πληθυσμός μετανάστευσε στις περιοχές παραγωγής, δημιουργώντας τις νέες πόλεις. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Pounds (2001: 103): «Οι πόλεις δεν προσέλκυσαν νέες βιοτεχνίες, αλλά αντίθετα οι βιοτεχνίες προσέλκυσαν τις πόλεις».
Η κλωστοϋφαντουργία ήταν η βασική βιομηχανία της εποχής (η παραδοσιακή βιοτεχνία υφασμάτων είχε παρακμάσει) και δευτερευόντως η μεταλλουργία. Στη Βρετανία η υφαντουργία αξιοποίησε πρώτη την εργοστασιακή παραγωγή μεγάλης κλίμακας και την μηχανική ενέργεια. Ακολούθησε η εφαρμογή της στην σιδηρουργία και έπειτα στις καταναλωτικές βιοτεχνίες, όπως τη ζυθοποιία και τους μύλους. Η κλωστοϋφαντουργία αναπτύχθηκε επίσης σημαντικά στις Κάτω Χώρες, τη Γαλλία, την κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία.
Τα πρώτα αγγλικά εργοστάσια λειτουργούσαν με υδάτινη ενέργεια και μόνο τα τελευταία χρόνια του 18ου αιώνα ο άνθρακας και το κοκ αντικατέστησαν το κάρβουνο. Στη Γαλλία κάποιες πρώιμες προσπάθειες για τη χρήση κοκ στις υψικαμίνους δεν είχαν επιτυχία.
Τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, η ανάπτυξη των μεταφορών και επικοινωνιών έστρεψαν την βιομηχανική παραγωγή κοντά στις πηγές καυσίμου ή τους εμπορικούς δρόμους και τα λιμάνια (Pounds 2001: 132). Πρόκειται για τις «μαύρες περιοχές» που αναπτύχθηκαν στην Ουαλία, τη Σκωτία και τα Μίντλαντς στην Αγγλία, Μπορινάζ στο Βέλγιο, Ρουρ, Μασίφ Σεντράλ και γαιανθρακοφόρες λεκάνες του Νορ στη Γαλλία.
Το εργοστασιακό σύστημα αντικατέστησε σταδιακά το οικιακό, οι μονάδες δημιουργήθηκαν σε περιοχές όπου εξασφαλίστηκε ο περιορισμός των λειτουργικών εξόδων και οι εργάτες συγκεντρώθηκαν σε μεγάλα εργοστάσια.
Αναπτύχθηκαν επίσης μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα (Μπέρμιγχαμ, Ληντς, Λίλ) ενώ τα λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας και του Ατλαντικού (Ρότερνταμ, Αμβέρσα, Αμβούργο, Νάντη, Λίβερπουλ) μεγάλωσαν υπό την ώθηση της βιομηχανίας και του εμπορίου (Bernstein & Milza, 1997: 82).
Η βιομηχανική συγκέντρωση και τα αστικά συγκροτήματα γέννησαν μια νέα οικονομική γεωγραφία, υποστηρίζουν οι Bernstein & Milza (1994: 446): «Η “πράσινη” νότια και ανατολική Αγγλία που κυριαρχούσε μέχρι τον 18ο αιώνα αντικαθίσταται πλέον από τη “μαύρη” βόρεια και δυτική Αγγλία».
Την περίοδο αυτή, σύμφωνα με τον Pounds (2001: 132) καταγράφτηκαν τρεις φάσεις βιομηχανικής δραστηριότητας: Πρώτη με τη διασπορά της τέχνης εκείνων που χρησιμοποιούσαν τη ροή τοπικών χειμάρρων ή ποταμών, η δεύτερη χαρακτηριζόταν από μεγάλες μονάδες παραγωγής, οι οποίες για κάποια χρονική περίοδο τα κατάφερναν με μικρές ποσότητες καυσίμων και η τρίτη ήταν η μετακίνηση σε περιοχές όπου θα υπήρχε επάρκεια ενεργειακών πόρων για μεγάλο διάστημα.
Καθώς κυλούσε ο αιώνας, η βιομηχανία άρχισε να αποδεσμεύεται από τον άνθρακα χάρη στην αυξανόμενη αποδοτικότητα των καυσίμων. Η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου διευκόλυνε τη μεταφορά του άνθρακα σε μέρη μακριά από τα ορυχεία χωρίς μεγάλο κόστος. Και όπως αναφέρει ο Pounds «πριν τα τέλη του αιώνα, ένας διεσπαρμένος τύπος βιομηχανικής εγκατάστασης άρχισε να συμπληρώνει τις πυκνά εγκαταστημένες βιομηχανίες κοντά στις ανθρακοφόρες περιοχές».
Διαφορετική ήταν η εικόνα στη Ρωσία, όπου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της βιοτεχνίας ήταν υπό τον έλεγχο των αριστοκρατών ηγεμόνων ή των δούλων και έπρεπε να παρέχουν υποχρεωτικά όλα τους τα προϊόντα στο κράτος. Μόνο αν δεν ήταν επιθυμητά μπορούσαν να προωθηθούν προς πώληση στην ελεύθερη αγορά (Pounds 2001: 108).

Οικιστική ανάπτυξη 17ου-19ου αιώνα
Πολλά είδη οικισμών αναπτύχθηκαν, αλλά η αστική ανάπτυξη δεν ήταν στην πραγματικότητα καθολική, καθώς εξακολουθούσε να καθορίζεται από την προμήθεια τροφίμων. Οι μικρές πόλεις κάλυπταν τις ανάγκες τους από την ευρύτερη περιφέρειά τους, ενώ οι μεγαλύτερες αντλούσαν προμήθειες από μακρινά μέρη (Pounds 2001: 85). «Πολλές κωμοπόλεις σε όλη την Ευρώπη έμειναν σε μεγάλο βαθμό άθικτες από τις αλλαγές που συντελούνταν λόγω της εκβιομηχάνισης, ενώ πολυάριθμα μικρά κέντρα σχεδόν έχασαν τον αστικό χαρακτήρα τους», όπως αναφέρει ο Hohenberg (1994: 345). Ωστόσο, όσες πόλεις αντιστάθηκαν σθεναρά στην αλλαγή απέτυχαν και άλλες χωρίς ισχυρές συντεχνιακές παραδόσεις πήραν τη θέση τους.
Η Βρετανία αστικοποιήθηκε πρώτη λόγω της Βιομηχανικής Επανάστασης.. «Πουθενά αλλού δεν υπήρξε τόσο απόλυτη αντίθεση ανάμεσα στην προβιομηχανική κωμόπολη όπου οργανώνεται παζάρι ή στην επισκοπική έδρα (Τσέστερ, Ήλι, Γουιντσέστερ, Λίνκολν και Γιορκ- που παρέμειναν σχεδόν άθικτες) και στη συντριπτικά βιομηχανική πόλη που αναπτυσσόταν με εκρηκτικούς ρυθμούς: Ληντς και Μπραντφορντ, Νιουκάστλ και Μιντλεζμπρο, Μάντσεστερ», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Hohenberg (1994: 357).
Η ισορροπημένη επαρχιακή πόλη όπου η βιομηχανία άκμαζε, αλλά δεν κυριαρχούσε ήταν πολύ λιγότερο συνήθης στη Βρετανία από ό,τι στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Η ισορροπία στην αστική ανάπτυξη χαρακτήριζε την Γερμανία, ενώ οι αστικές λειτουργίες στις Κάτω χώρες και την Ελβετία έτειναν να κατανέμονται σε αρκετές πόλεις μετρίου μεγέθους αντί να συγκεντρώνονται όλες στην πρωτεύουσα της χώρας. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι πόλεις ήταν πολλές και μικρές, όπως τις καταγράφει ο Pounds (2001: 84-85): στη Γερμανία υπήρχε εξάπλωση μικρών και πολύ μικρών πόλεων, στη Γαλλία γύρω στο 1720 υπήρχαν 385 μικρές πόλεις μέχρι 5.000 κατοίκων, 100 μεσαίες (μέχρι 100.000 κάτοικοι), 11 μεγάλες (έως 40.000 κάτοικοι) και 5 πολύ μεγάλες, ενώ η Ρωσία είχε πολύ μικρές πόλεις, με εξαίρεση την Αγία Πετρούπολη, τη Μόσχα κλπ.
Ο χάρτης των πόλεων στις αρχές του 19ου αιώνα δεν διαφοροποιείται σημαντικά από αυτόν του 16ου αιώνα (κυρίως ξύλινες κατασκευές εκτός από το κέντρο το οποίο είναι πέτρινο, φρούρια, έλλειψη υποδομών και συστημάτων υγιεινής). Ο αριθμός και ο πληθυσμός των αστικών κέντρων αυξάνεται (η μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα είναι συνηθισμένο φαινόμενο). «Ο ρόλος των μεγάλων αστικών κέντρων (από 40.000 κατοίκους και άνω) δεν περιορίζεται πλέον μόνο στις εμπορικές και οικονομικές ανταλλαγές, κάτι που γινόταν κυρίως στην πρωτοβιομηχανική πόλη, αν και η πόλη – εμπορικό κέντρο αποτελεί την πλειοψηφία τους», σημειώνει ο Π. Σκλιάς (2001: 222). Στις πόλεις λειτουργούν οι έδρες των κυβερνήσεων, εκπαιδευτικά και πολιτιστικά κέντρα, παρέχονται ιατρικές και νομικές υπηρεσίες.
Ο αστικός πληθυσμός αυξήθηκε αισθητά στις μεγάλες πόλεις, καθώς η επέκταση και η εκμηχάνιση της παραγωγής είχαν προσελκύσει κόσμο στις μελλοντικές βιομηχανικές περιοχές (Pounds 2001: 143). Ο πληθυσμός του Μάντσεστερ και του Λίβερπουλ ξεπερνούσε τις 100.000, όπως και της Βαρκελώνης και της Βαρσοβίας, ενώ Λυών και Μασσαλία είχαν και οι δύο μαζί 115.000 κατοίκους.
Χαρακτηριστικό της αστικής διάρθρωσης κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν η ταχύτατη ανάπτυξη των μεγαλυτέρων πόλεων και δη των πρωτευουσών, με πρώτο το Λονδίνο και δεύτερο το Παρίσι. Το 1800 η γαλλική πρωτεύουσα αριθμούσε περίπου 500.000 κατοίκους και μισό αιώνα μετά πάνω από το διπλάσιο. Το Λονδίνο είχε ξεπεράσει το 1 εκατ. το 1831, ενώ στην αρχή του 19ου αιώνα Βερολίνο και Βιέννη είχαν πληθυσμό της τάξης του ενός εκατομμυρίου (Pounds 2001: 143).
Αυτή η μαζική συγκέντρωση πληθυσμού στις μεγαλουπόλεις επέφερε σημαντικά προβλήματα στέγασης, προσαρμογής, αλλά και εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, όπως σημειώνουν οι Bernstein & Milza (1994: 85): «Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα οι δύο μεγάλες μητροπόλεις της Ευρώπης, το Λονδίνο και το Παρίσι γνωρίζουν ένα φοβερό αστικό συνωστισμό, όπου κατά ενδημικό τρόπο κάνουν θραύση η αθλιότητα, οι επιδημίες και οι κοινωνικές μάστιγες»
Κωμοπόλεις δημιουργήθηκαν γύρω από τα μεγάλα εργοστάσια ή τους σιδηροδρομικούς κόμβους. Τα προάστια γύρω από τις μεγάλες πόλεις διατήρησαν ή ανέπτυξαν έναν ξεχωριστό κοινωνικό χαρακτήρα βιομηχανικό ή οικιστικό. Ο Hohenberg (1994: 354) αναφέρει σχετικά: «Οι εξειδικευμένες κωμοπόλεις έγιναν πιο διαδεδομένες με την ανάπτυξη και βελτίωση των μεταφορών, πάνω από όλα του σιδηροδρόμου: λουτροπόλεις, παραθαλάσσια θέρετρα, πανεπιστημιουπόλεις, οικισμοί στρατιωτών, ακόμη και πόλεις προσκυνήματος». Στις αγροτικές περιοχές οι διάσπαρτοι βιομηχανικοί οικισμοί εξελίχθηκαν σε “αγροτικές κωμοπόλεις” ή παρέμειναν βιομηχανικά χωριά (Hohenberg, 1994: 351).


ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα και πριν την Βιομηχανική Επανάσταση, η μεταποιητική δραστηριότητα στην Ευρώπη περιορίζεται στην οικοτεχνική παραγωγή και τη βιοτεχνία. Ο πληθυσμός είναι κατά κύριο λόγο αγροτικός, ενώ και η αστική ανάπτυξη περιστρέφεται κυρίως στις αγροτικές περιοχές.
Οι πόλεις είναι μικρές και εξυπηρετούν κατά βάση εμπορικούς σκοπούς, ενώ η αυτοτέλειά τους εξαρτάται από την επάρκεια τροφίμων. .
Από τον 17ο αιώνα αρχίζουν να δημιουργούνται οι πρώτες βιοτεχνικές μονάδες, προπομποί του εργοστασίου, αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Κεντρική Ευρώπη. Οι βιοτεχνίες δημιουργούνται πλησίον των πρώτων υλών: η υφαντουργία αναπτύσσεται κοντά στις κτηνοτροφικές μονάδες ώστε να είναι άμεση η πρόσβαση στο μαλλί και κοντά σε υδάτινες πηγές, ώστε να είναι εύκολη η χρήση της ενέργειας.
Με την υιοθέτηση του άνθρακα ως καυσίμου η εικόνα αλλάζει σταδιακά: οι μονάδες μεταφέρονται κοντά στις περιοχές εξόρυξης, δημιουργούνται οργανωμένα εργοστάσια, τα οποία τυποποιούν ποιοτικά την παραγωγή και ο πληθυσμός μεταναστεύει αναζητώντας εργασία. Σε αυτές τις νέες περιοχές αναπτύσσεται ο αστικός ιστός, μπαίνουν τα θεμέλια των μεγαλουπόλεων και ο πληθυσμός συνωστίζεται στις πρωτεύουσες των χωρών, προσφέροντας φθηνά εργατικά χέρια.
Η εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου και των πλωτών μέσων μεταφοράς και η εξέλιξη των επικοινωνιών και του εμπορίου τον 19ο αιώνα θα ενισχύσουν την αστικοποίηση και θα ωθήσουν την παραγωγή και το εμπόριο στην εποχή της βιομηχανικής άνθισης.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Pounds N.J.G., 2001, Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης, Τόμος Β Η μοντέρνα Ευρώπη, Πάτρα, ΕΑΠ

Λεοντίδου Λίλα – Σκλιάς Παντελής, 2001, Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα, ΕΑΠ

Σπυράκου Α & Λιβιεράτος Κ., Berstein, S & Milza, P., 1997, Ιστορία της Ευρώπης 1: Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα ευρωπαϊκά κράτη 5ος – 18ος αιώνας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Λιβιεράτος Κ., Berstein, S & Milza, P., 1997, Ιστορία της Ευρώπης 2: Η ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνών 1815-1919, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Hohenberg P., 1994, Αστική Ανάπτυξη, στο Ville S.P., Aldcroft D.H., Η ευρωπαϊκή οικονομία 1750 - 1914, Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: